Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Έννοια σου, παιδί μου, είπε λαχανιασμένος ο αγαθός γέροντας, σκύβοντας απάνω του. Έννοια σου, και θα σε κάνω καλά εγώ. Κουράγιο μόνο! Να ιδούμε τώρα τη λαβωματιά σου. Του σήκωσε τα ρούχα του, πήρε απ' τα χέρια του παιδιού της σπετσαρίας, που ήρθε κοντά του, τα χρειαζούμενα, και άρχισε να πλένη και να καθαρίζη την πληγή. — Αίμα σου ήρθε απ' το στόμα; τον ρώτησε. — Όχι! είπε ο Γιώργης.

Βάζω λοιπό χωριάτικα ρούχα, καθίζω δεμάτι ξύλα στον ώμο μου, σιμώνω τους ξένους, και βρίσκω τρόπο να με σκοτώσουνε δίχως να με νοιώσουν ποιος είμαι. Σφίγγει τότες την καρδιά της, και λέει η Βασίλισσα·Άντρα μου, ας γείνη το θέλημα του Θεού.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Το πράμα είνε δύσκολο• αλλά το κατορθώνουμε πειό εύκολα να γίνη, αρκεί το ένα μπράτσο μας ολόγυμνο να μείνη. Εμπρός λοιπόν τα ρούχα σας σηκώστε τώρα, φίλες, περάστε της Λακωνικές στα πόδια σας αρβύλες, και δέστε όπως είδατε τους άνδρες να της δένουν, όταν στην πόρτα, βγαίνουνε, ή στη Βουλή πηγαίνουν.

Η γυνή μετά τινα σιωπήν απήντησε: — Δεν ξέρω κ' εγώ, αν θα κοιμηθώ απόψ' εδώ ή όχι!... Ο ίδιος θα μου 'πή... Εγώ τάχω αλλού τα ρούχα μου... Αυτά που βλέπεις δεν είνε ρούχα... Να τον ιδώ μόνον και μπορεί να με οδηγήση αλλού να φύγω... — Δεν είνε ρούχα, αμμή, τι είνε; εφώναξεν η Δημητρούλα.

Άλλως εις το χωρίον του ήτο γνωστός. Εβαρύνετο τα πολλά λούσα. Το βρακί του βαθύ κυανούν ποτε, ωραίον γεράνιο, είχεν υπολευκανθή εκ της πολυκαιρίας. Γηράσκουσι, βλέπετε, και τα ρούχα. Και δεν προσεβλήθη μόνον υπό του γήρατος, ως ο μύσταξ του κατόχου του, αλλά και υπό της τρικυμίας, διότι η άλμη επικολλήσασα, ως επί των αλιέων, εσχημάτισεν αναμέσον των αραιών πτυχών στίγματα υπόφαια ως θαμπά άστρα.

ΠΡΟΣΠ. Καλά τους έκαμες, πουλί μου· στάσου ακόμα στην αόρατη μορφή σου· φέρε από το σπίτι μου τα παλαιά ρούχα, δόλωμα να πιασθούν οι κλέφτες. ΑΡΙΕΛ. Τρέχω, τρέχω. Έλα, κρέμασ' τα από τούτο το σχοινί. Ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ και ο ΑΡΙΕΛ μένουν αόρατοι. Μπαίνουν ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ, ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ και ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ, όλοι βρεμμένοι.

Ήπιαμε το καρτάκι στο πόδι με τον καλοθελητή μου, επήρα τα ρούχα στον ώμο και γραμμή για το Μπουγιούκδερε. Αυγή χαράματα επήραμε την άγκυρα. Μα ο καπετάνιος ξεκολλημό δεν είχε από τις κουμπάρες. Ξεύρεις τι σου είνε· ζωντανό στολίδι του Βόσπορου! Τέλος εβγήκαμε από τα Μπουγάζια. Ηύραμε νοτιά τον καιρό· σε τέσσερες ημέρες επεράσαμε στο Κέρτζι, στην εμπατή της Αζοφικής.

Και όταν ταύτα γίνουνε με τη σοφή σας έννοια, κολλάτε και τα γένεια• κι' όταν καλά τα δέσετε, αυτά του ρούχα των ανδρών, που κλέψατε, φορέσετε, ένα τραγούδι βλάχικο αρχίζετε, σαν γέροι, και προχωρείτε ψέλνοντας με το ραβδί στο χέρι Β’ ΓΥΝΗ Καλά τα λες• ας πάμ' εμπρός εμείς η πειό μεγάλες, γιατί στην Πνύκα θάρθουνε απ' τους αγρούς και άλλες.

Και το χειρότερο ήτο πως κιντύνευαν κιάλλοι από την αρρώστια της, όσοι πήγαιναν και την πλησίαζαν, γιατ' η αρρώστια της, Θε μου φύλαξε, ήτο κολλητική, σα φωτιά. Ο γιατρός είπε να μην τη σιμόνουνε παιδιά και, σα θα ποθάνη, να κάψουν και τα ρούχα που φορεί και τα ρούχα που κοιμάται.

Στην καλύβα με τα πράσινα κλαδιά, τη στρωμένη με δροσερά χόρτα πρώτη ξαπλώθη η Βασίλισσα, και ο Τριστάνος έπεσε δίπλα της, αποθέτοντας το σπαθί του στη μέση, γυμνό. Τυχερό τους που δεν είχανε βγάλει τα ρούχα τους. Η Βασίλισσα φορούσε στο δάχτυλο το χρυσό δαχτυλίδι με τα ωραία σμαράγδια που της είχε δώσει ο Βασιληάς Μάρκος την ημέρα των γάμων.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν