Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Πόσες φορές πρέπει να σου το πω; — Εγώ 'πρεπε να σου το πω, γιατί 'νε βαρά σκόλη, και 'ξά σου. — Καλά, καλά, είπεν ο Σιφογιάννης κιαφού έκαμε το σταυρό του, ανέβηκε στο γαϊδούρι και τον φώναξε «σε!» για να ξεκινήση. Η γυναίκα του έμεινε κάμποσα λεπτά στην πόρτα και τον έβλεπε ν' απομακρύνεται. Στο αναμεταξύ μουρμούρισε: — Μα σαν πάει μόνο για να δη, γιάειντα τον επήρε τον κλαδεύτηρο;
Μάταια γυρεύω να χωρίσω τις μέρες που ακολουθήσανε. Ναι, θα μου είταν κιόλας αδύνατο να πω πόσες είταν. Η νύχτα έγινε μέρα κ' η μέρα νύχτα κ' η ζωή μας είχε ένα σημείο μόνο, που γύρω του τριγύριζε: τη μικρή κάμαρα, όπου είτανε ξαπλωμένος και πάλευε με το θάνατο ο μικρός μας Σβεν, η κάμαρα με τη βεράντα, τη σκεπασμένη από το αγιόκλημα, που γέμιζε τον αέρα με τη μυρουδιά του.
Κάθεται στην κορφή ενός λόφου, και από τα ύψη του ξαγναντεύει στα βαθιά των οριζόντων ως γην επαγγελίας κάποιο τύμβο που η κορφή του φαίνεται στα μάτια του ονειροπλέχτη του παππού, φαίνεται πως εγγίζει τον ουρανό. Ποτέ του δεν ταξίδεψε, και όμως πόσες ιστορίες ξέρει θαυμαστές που θαυμαστότερα τις διηγείται!
Πλατειά και μεγάλη απλονόταν η αεροΰφαντη ζωγραφιά, που την βλέπει καθένας και αλλοιώτικη, σύμφωνα με του νου τα καμώματα και της ψυχής τους πόθους. Πόσες φορές κ' εγώ στην πλώρη ξαπλωμένος, είδα εμπρός μου ολοζώντανα τ' άπιαστα της φαντασίας μου πλανέματα κ' επλημμύρισε μια στιγμή από χαρά η καρδιά μου!
Πόσες φορές ρεμβάζων ησθάνθην την ευτυχίαν μου, όπως τώρα την αισθάνομαι εις την πραγματικότητα και εσκεπτόμην ότι και αν το παν εκείνην την στιγμήν ετελείωνε, όμως πόσον ευτυχής θα είχα ζήσει! . . . και η ημέρα ετελείωνε, αλλά νέα ήρχιζε, και μοι εφαίνετο ακόμη ωραιότερα! Πόσον ευλογημένος είναι αυτός ο κόσμος! Πόσον απείρως καλός είναι ο Θεός, Μπαμπέττα!».
Πώς ρήχνει αστραπομπούμπουνα ο βροντολάλος άντρας 5 της Ήρας, φτιάνοντας βροχή και δυνατό χαλάζι, ή χιόνι όταν οι εξοχές τριγύρω ασπρολογάνε, ή κάπου στόμα αρπαχτικό φαρμακερού πολέμου· Ετσι πυκνά του στέναζαν τα στήθια απ' της καρδιάς του το βάθος, και τα σπλάχνα εντός του θέριζε η τρομάρα. 10 Το μάτι εκεί σαν έρηχνε στους Τρωικούς τους κάμπους, σάστιζε πόσες έκαιγαν φωτιές ομπρός στο κάστρο, τι αβλοί π' αχούσαν κι' όργανα, τι λαλητός αθρώπων· μα πάλε όταν τα πλοία του θωρούσε και τ' ασκέρι, τρίχες και τρίχες σύριζα τραβούσε οχ το κεφάλι 15 προς τα ουράνια κι' έκλαιγε βαριά η πικρή ψυχή του.
Πόσες αναμνήσεις δεν ξυπνούσε στην καρδιά του υπηρέτη αυτή η γωνιά της αυλής, θλιβερή με τα μούσκλια της, χαρούμενη με το σκούρο χρυσαφί από τις βιόλες και με το ανοιχτοπράσινο των γιασεμιών της! Σαν να έβλεπε ακόμη την ντόνα Λία, χλωμή και λεπτή σαν κυπαρίσσι, να προβάλλει στο μπαλκόνι με το βλέμμα καρφωμένο μακριά, να προσπαθεί να διακρίνει κι εκείνη τι υπήρχε πέρα, στον κόσμο.
Πόσες άνοιξες πέρασαν και πόσες θα περάσουν ακόμα όμορφες σαν τότε, και συ δε θάρθης πια στο κάλεσμα της ψυχής μου. Στον Δ. Κακλαμάνον Η ζωηρή κουβέντα για τα πολιτικά του τόπου κόπηκε ξαφνικά.
Μόνο να πας να το πης του Θωμά, να μη πάω 'γώ και του σπάσω όλα του τα κοφινοκάλαθα στη φεσάρα 'πάνω. — Μα δεν μπορεί ετσά στα καλά καθούμενα να γύρισε η κεφαλή σου. Θάχης μια αφορμή. Πόσες μέρες είνε απού μας έτρωες ταυτιά μας να σε παντρέψωμε, γιατί θα κουζουλαθής, γιατί θα πάρης τα βουνά;... — Αι, μα εδά δε θέλω. — Μα γιάειντα δε θες;
— Πόσες φορές μου τα είπες, μαννούλα μ' αυτά.... Τα ξέρω... Έλα να φάμε και να ευκηθούμε ακόμα μια φορά να τον καλοδεχτούμε, κι' ό τι θέλ' ο Θεός ας γένη! Της απολογήθηκε ο Γεωργάκης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν