United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άνθρωπον δεν συνήντησε κανένα πλέον. Ευρίσκετο εις μίαν κρημνώδη φάραγγα, όπου δεν έβλεπεν ουρανόν από τα πυκνά δάση, και όπου τα παλαιά λιθόστρωτα, φθαρέντα εκ των βροχών, παρεκώλυον βήμα προς βήμα τον οδοιπόρον. Εσκέφθη να γυρίση οπίσω. Αλλά πάλιν «πώς ν' αφήση έτσι σβυστό τον ΧριστόΆλλως ήτο άφοβος γυνή.

Το όπλον του ήτο χάμω μέσα στο χιόνι κοντά του. Το ανεσήκωσε, ήθελε να πυροβολήση, αυτό δεν έπαιρνε φωτιά. Υγρά, πυκνά, ως στερεοί όγκοι χιόνων σύννεφα ήσαν σωρευμένοι μέσα εις την φάραγγα.

Ο μαντατοφόρος πήρε δυο ανάσες κι' άρχισε να ιστορή στο βασιλιά το πώς βρεθήκανε τα μαργαριτάρια της βασίλισσας. Μέσα σ' ένα βαθύ ρουμάνι, εκεί που γυρίζανε απελπισμένοι, οι ανθρώποι του βασιλιά, είδανε μια πιστικιά πούβοσκε τα πρόβατά της. Είχανε χαμένο το δρόμο τους και γυρίζανε νηστικοί και διψασμένοι μέσα στα πυκνά τα δέντρα.

Και τούτο συμφερώτερο του εφάνη• προς το δάσος εκίνησε, και τωύρηκεν εις το νερό πλησίον, 475ανοικτόν τόπον• έσκυψε κάτω από δυό δενδρούλια ομόρριζα, και το 'να εληά, και τ' άλλο ήταν αγρίλι• κει μέσα ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, ούτε του ηλιού πότ' έφθασαν η φωτειναίς ακτίνες, ούτε η βροχή τα έσπασε• τόσο πυκνά πλεγμένα 480 ήσαν μαζή• κ' εσύρθηκεεκείν' ο Οδυσσέας, κ' ευθύς στρώσιν εστοίβασε πλατειά με τα δυο χέρια• ότ' ήσαν φύλλα περισσά χυμέν' αυτού, 'π' αρκούσαν να φυλαχθούν άνθρωποι δυο και τρειςώρα χειμώνος, και αν ψύχος έπνεε δριμύ• τα είδε κ' εχάρη ο θείος 485 ο άνδρας ο πολύπαθος, και του σωρούτην μέση επλάγιασε κ' επάνω του έχυσε φύλλα πλήθος. και όπως δαυλόν κρύβει τινάςτην μαύρη στάκτη, 'ς άκρη εξοχική, παντέρημη, να σώση της φωτίας τον σπόρον, όπως μη βιασθή απ' αλλαχού ν' ανάψη, 490 όμοια σκεπάσθη και ο Οδυσσηάς με φύλλα• κ' η Αθήνη ύπνοτα μάτια του 'σταξεν, όπως τον ελαφρώση από το βαρύ κούρασμα, κλειώντας τα βλέφαρά του.

Μετά το γεύμα ο καιρός έδειξε σημεία βελτιώσεως καταφανή· η Ανατολή ήρχισε να καθαρίζη από τα μαύρα εκείνα νέφη, τα οποία είχε τόσον πυκνά σωρεύσει επί του Αιγαίου ο μαΐστρος τόσας ημέρας πνέων.

ΙΑΤΡΟΣ Δεν είναι τόσον άρρωστη, αλλ' είναι ταραγμένη απ' τα πυκνά φαντάσματα που της χαλνούν τον ύπνον. ΜΑΚΒΕΘ Θεράπευσέ την απ' αυτό.

Πλησιάσαντες λοιπόν και εξετάσαντες, ευρέθημεν εις απορίαν περί του πρακτέου• διότι ούτε διά μέσου των δένδρων ήτο δυνατόν να πλεύσωμενδιότι ήσαν πυκνά και συνεπλέκοντοούτε να επιστρέψωμεν εφαίνετο εύκολον. Τότε εγώ ανέβηκα εις το υψηλότερον δένδρον και παρετήρουν τα πέριξ πώς ήσαν.

Για να χαρεθή ο κύριός του όταν θα ξυπνούσε, ο Γκορνεβάλης κρέμασε από τα μαλλιά το κεφάλι στη διχάλα της καλύβας, και τα πυκνά φύλλα το επλαισίωναν γύρω-γύρω. Ο Τριστάνος ξύπνησε και είδε μισοκρυμμένο πίσω από τα φύλλα, το κεφάλι που τον εκύτταζε. Αναγνωρίζει τον Γκενελόν. Ταραγμένος, σηκώνεται όρθιος. Αλλά ο Γκορνεβάλης του φωνάζει: «Ησύχασε, είναι νεκρός. Μ' αυτό το σπαθί τον σκότωσα.

Τα πυκνά των φανών και των παραθύρων φέγγη εφαίνοντο εξ αποστάσεως ως χαμαιπετές σμήνος αστέρων, οι οποίοι, αποπλανηθέντες του ηλιακού των κέντρου, απέβαλον την αρχικήν αίγλην και θερμότητα, απέβαλον την ταχύτητα και ζωηρότητά των, και ανερριχώντο τώρα κουρασμένοι και ασθμαίνοντες τους γειτονικούς του Βεζουβίου λόφους, όπως προσελθόντες απαιτήσωσιν από την ανεξάντλητον του ηφαιστείου εστίαν ολίγον πυρ προς διάσωσιν της ζωής των.

Στη ράχη πρόβαινε λαμπρό της χαραυγής τ' αστέρι, Στου λόγγου τα πυκνά δενδρά ξυπνούσαν τα πουλάκια Κι' ανάκραζαν με τους γλυκούς κελαϊδισμούς την πλάση.