Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Ήτο τόσον εύθυμος ο Σαϊτονικολής, ώστε παραπάνω, αφού διέβησαν την αψίδα του μυλαυλάκου, εσταμάτησε και ωμίλησε προς τον Καρτσή Νικολήν, ένα περίεργον τρελλόν, όστις καθ' όλην την ημέραν κατεγίνετο να κομίζη με παλιοκάνατο από τον ποταμόν νερόν, το οποίον έχυνεν επί των γυμνών του ποδών, μονολογών αδιαλείπτως. — Καλή 'σπέρα, Νικολάκη, του είπε. Δε μας λες πώς λένε τούρκικα τον πλάτανο;

Θυμάσαι το μεγάλο δέντρο που ήταν δίπλα στο καλυβάκι του γέρου; — Τον πλάτανο λες; — Ναι· τον πλάτανο, που δεν έφταναν να τον αγκαλιάσουν οχτώ ανθρώποι. Θέλησε να τον ξερριζώση κι εκείνον.

Κ' η γλήγορες μούλες, μόλις άκουσαν τη σαλαγή τ' αγωγιάτη, έσφιξαν την περπατησιά τους και μας μάκρεναν από το καρβάνι. Τους μπήκαμε κ' εμείς ύστερα με τα συρτάρια του καπιστριού 'ςτα καπούλια και με τες φτέρνες μας 'ςτα λαγγόνια κ' έστρωσαν 'ςτον ανήφορα της βρύσης του Ζαβογιάννη το πλιο γλήγορο και πλιο καμαρωμένο ραβάνι τους. Εμείς στη βρύση του Ζαβογιάννη κι αυτοί 'ςτον Πλάτανο της ρεμματιάς.

Έπειτα έγειρε κ' έπεσε κατά γης μ' ένα βροντομάχημα, σα να γκρεμίστηκε βουνό. Την ίδια στιγμή είδα την κυρά Πανώρια, άσπρη σαν το χαρτί. Είπα πως θα πάη κι εκείνη με το γέρο πλάτανο. Μα βάσταξε. — Καταραμένε! φώναξε μ' όλη της την ψυχή στο γιο της· εσύ δεν είσαι άνθρωπος· είσαι θεριό!

Βραδειάβραδειά γυρνάμε, Κι' απ' όξω από τα Γιάννινατον Πλάτανο περνάμε. Εκείνο που είδα, 'τρόμαξα! 'Σ τον Πλάτανο 'ποκάτω Ένα κορμί πελώριο, παλληκαριά γιομάτο, Το 'τσάκιζαν με τα σφυριά τρεις γύφτοι χλωμιασμένοι. Μάνα, της λέω, για κύταξε ο κλέφτης πώς πεθαίνει. Ποιος ξέρει πόσους 'ς τ' άγρια ξεγνύμνωσε βουνά του!

Τι; δεν μπορείς να σκαλώσης μια τέτοια ελίτσα; και τι θα πης α σου σκαρφαλώσω εγώ αυτό τον πλάτανο; Μια και δυο, και στην κορφή του με βρίσκεις. . . Αργήσαμε, καημένε, και θα λέη η μάννα, τι πάθαμε. Στάσου, βάλτο μες στο καλάθι, σκέπασ' το καλά μην πετάξη . . . Ίσια σπίτι τώρα, ειδεμή την πάθαμε, θα πάη σκολειό να ρωτάη τι γενήκαμε .... κι ο καινούριος ο δάσκαλος δε χωρατεύει.

Ας έλεγαν εκείνοι πως βγαίνει ο Τρύφος πέρα στη βρύση, τα μεσάνυχτα, κάτω από τον πλάτανο, ντυμένος παπαδίστικα. Ας έλεγαν αφτοί πως ο Πάτερ-Παΐσιος τον κρύβει μυστικά στα σκοτεινά κελιά της Άγια- Πελαγίας. Όσοι έλεγαν πως μες τις κακουχίες τις βαριές, και μες τα βιαστικά του τα τρεχάματα, κρυφή αγάπη λατρεφτή τον θέρμαινε και τον εδρόσιζε τον Τρύφο, αφτοί είχαν κάποιο δίκιο περισσότερο.

Είνε και τούτος σεβαστός όπως είνε και τα λιθάρια σου». Τίποτα εκείνος· δεν έβλεπε τα δάκρυα της μάννας του, δεν άκουε τα λόγια τ' αδερφού του παρά κύτταζε κατάματα τους σοφούς. Εκείνοι στέκονταν αμίλητοι παρέκει και του έγνεφαν : χάλα! Και σαν είδε πως κανένας από τους αργάτες δε σήκωνε χέρι, άρπαξε το τσεκούρι και ρίχτηκε λυσσασμένος στον πλάτανο. Γκαπ! γκοπ! γκουπ! το τσεκούρι.

Άλλοι έλεγαν ότι τον απαντούσαν μες τα βαθιά μεσάνυχτα τις νύχτες, να περιπολέβη κάτω από το μεγάλον πλάτανο στη βρύση του χωριού, ντυμένος παπαδίστικα. Άλλοι έλεγαν ότι ελημέριαζε στα αθώρητα και μυστικά κελιά της Άγια Πελαγίας, που τόνε κρύβει ο Πάτερ-Παΐσιος ο ηγούμενος στα βάθη του μοναστηριού.

Η μάννα του κι ο αδερφός του τώλεγαν «μη!». Η κυρά Πανώρια τον παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια. — Τι σου κάνει; τώλεγε· τι σου κάνει; λυπήσου τον. — Όχι! εκείνος· ποιος ξέρει τι θησαυρούς κρύβει στις ρίζες του. Όχι τον πλάτανο μα και το σπίτι αν χρειαστή θα το γκρεμίσω κι εκείνο· έλεγε. — Ας τονε, μωρέ παιδί μου, νάχης την ευκή του Θεού· παρακαλούσε η γριά.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν