Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Χάθηκε μέσα τον κάμπο, συνεπαίρνοντας του χωριού το καμάρι, της καψο-Ζαχαρούλας την παρηγοριά... — Χάι! χάι! Ψαρή μ'... — Οπού λες. Απάνου στης Αρκαδιάς τα πυκνά τα δάσα εκ' ήταν οπέβοσκε τις άπειρες κοπές του Μπέη, του Νάκο-Μήτρα ταρφανό. Κ' εκ' ήταν οπούχε τα μαντριά του. Ήταν κοντά μια λίμνα απόδιπλα. Σαλάχαε ο Αργύρης τα πρόβατα στη λίμνα, να τα ποτίση.
Τότε η θλίψις μου εστάθη τόσον σφοδρά, που υπερέβαινε κάθε όρον, στοχαζόμενος τον χαμόν της ωραίας Δαρδανές, και ήμουν τόσον απαρηγόρητος, που έκανα λογαριασμόν να ξαναπέσω να πνιγώ διά να της κάμω συντροφιά· έκλαιγα με πικρότατα δάκρυα, και δεν είχα παρηγοριά.
Του απάντησε ο χοιροβοσκός ο άρχος των ανθρώπων• «Και με πολλήν υπομονή 'ς τα μέγαρά σου ακόμη εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία, τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη».
Μα μ' όλη μου την ασχημιά πρόβατα χίλια βόσκω, κι αρμέγοντάς τα πίνω εγώ το πιο καλό τους γάλα· και δε μου λείπει το τυρί μηδέ το καλοκαίρι μηδέ και το φθινόπωρο μηδέ και το χειμώνα κ' είνε τα τυροβόλια μου ολοχρονίς γεμάτα. Και τη φλογέρα παίζω εγώ καλλίτερ' απ' τους άλλους τους Κυκλομμάτες που είν' εδώ· και παίζω τη φλογέρα για σένανε, γλυκόμηλο, και για παρηγοριά μου τη νύχτα τα μεσάνυχτα.
Αλλοίμονο! έχασα τον πατέρα μου, το μόνο πράγμα που μου έμενε στον κόσμο! Και το απελπιστικώτερο ακόμα, τον έχασα σε μια στιγμή που ήταν θυμωμένος μαζί μου! Τι θα γίνω η δυστυχής! και τι παρηγοριά μπορώ να βρω ύστερα από μια τέτοια στέρησι; ΚΛΕΑΝΘΗΣ Μα τι έχεις, Αγγελική μου; τι δυστύχημα σου συμβαίνει και κλαις έτσι;
Και πόσες φορές, όταν ο άνεμος αργοκινώντας τα σύγνεφα ανεκάτωνε τα υφάσματα και άλλαζε τη ζωγραφιά, έτρεμα μήπως χάσω τη μόνη μου παρηγοριά!
Ναρκωμένη, αναίσθητη, στέκεται προ αβύσσου· το παν είναι σκότος γύρω της, καμμία ελπίς, καμμία παρηγορία, καμμία προσδοκία! γιατί την άφησεν εκείνος εις τον οποίον μόνον αισθανότουν την ύπαρξίν της.
« Ρώτα με και, μανούλα μου, » Γι' όλους τους συγγενείς σου, » Τ' αδέλφια σου, τη μάνα σου, » Το δόλιο τον πατέρα, » Το δόλιο τον πατέρα μου, « Μάνα, που νύχτα 'μέρα » Δε θε να βρη παρηγοριά. . . . » Ρώτα με το παιδί σου. — » Την είπα κ' εσιώπησα Χωρίς λαλιά για 'λίγη, Για λίγη ώρα. Κύτταξα 'Σ το πρόσωπο εκείνη, Και βλέπω μες 'ς τα δάκρυα Να πλημμυρή.
Γαλάζιο πουλάκι έσεισε μπροστά μου την ουρά του — κάποιος θα το στέλνη προσφορά στους παληούς μου πόνους. Είδα τ' άσπρο αρνάκι που γεννήθηκε μόλις προχτές — κάποιος θα θυμήθηκε πως έκαμα μια καλή πράξι έναν καιρό. Απάντησα στον κάμπο το δέντρο με τον κορμό του σαν αργή μουσική στροφή — κάποιος θα το φύτεψεν εκεί παρηγοριά του πνεύματός μου.
Τότε η Εκάβη αρχίνησε των γυναικών το κλάμα 430 «Ωχ γιε μου, εγώ η κακότυχη, τι πια να ζω στον κόσμο τώρα που εσύ μου πέθανες, της χώρας το καμάρι, της χώρας η παρηγοριά, π' όλοι, γυναίκες κι' άντρες, νύχτα και μέρα σα θεό σε λάτρεβαν στο κάστρο. Τι εσύ είσουν μόνη δόξα μας, εσύ είσουν μόνη ολπίδα, 435 σα ζούσες· τώρα αχ θάνατος, τώρα σε πήρε χάρος.» Έτσι έκλαιγε η γερόντισσα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν