Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Συ τότε, ω λαμπροτάτη Κόρη Διός, του κόσμου Μόνη παρηγορία, Την γην μου συ ενθυμήθηκες Ω Ελευθερία. Ήλθε η θεά· κατέβη Εις τα παραθαλάσσια Κλειστά της Χίου· τας χείρας Άπλωσ' ορθή, και κλαίουσα Λέγει τοιάδε·Ωκεανέ, πατέρα Των χορών αθανάτων, Άκουσον την φωνήν μου, Και της ψυχής μου τέλεσον Τον μέγαν πόθον.

"Δος τηνα, μάννα, δος τηνα την Αρετή στα ξένα, Στα ξένα 'κει που περβατώ, στα ξένα που πηγαίνω, Νάχω και γω παρηγοριά, νάχω και γω κονάκι.„ "Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, κι άσκημ' απηλογήθης.

Πηγαίνουμε να την παρηγορέσουμε την κακόσυρτη, πουμένε ολομόναχη σαν την καλαμιά μες στο ξεροκάμπι. Συνέσ. Τα ξέρω, τα ξέρω. Μεγάλη και φοβερή συφορά. Τάλλα δυο παιδιά της τα συνόδεψα στο στερνό τους ταξίδι, τον Κωσταντή της δεν πήγε η καρδιά μου να τονέ διαβάσω απατός μου. Κάλλιο, είπα, στης χαροκαμένης που ζη ακόμα, ίσως και της δώσω στάλα παρηγοριά.

Και δε θέλω εγώ, δεν πρέπει, Κώστα, το παιδί σου να σε κρίνη και να σε κατακρίνη. Κ ώ σ τ α ς. Δυστυχία μου..... Μ α ρ ί α. Όχι. Δεν πρέπει να μάθη ό, τι έμαθα εγώ, και ό,τι εσυγχώρησα. Αυτός είναι νέος, ευτυχισμένος, αδοκίμαστος από τη ζωή και γι' αυτό με χαρακτήρα αλύγιστο. Κ ώ σ τ α ς. Ώστε κάθε παρηγοριά και κάθε ελπίδα χάνεται για μένα. Μ α ρ ί α. Θεέ μου. Δεν ειξεύρω τι να πω! Τι να κάμω.

Έτσι αιστανότανε και γύρισε και με κοίταξε και δεν μπορούσα να της δώσω καμιά παρηγοριά. Γιατί στοχαζόμουνα πόσο κακά έκαμα να μην ακούσω τη φωνή της προαίστησής μου και να λυτρώσω και τους δυο μας από το να δούμε τα ερείπια της ευτυχίας μας. Μα δεν είχα την καρδιά να το πω κι άρπαξα το μπράτσο της και προχωρήσαμε στο νησί μακρήτερα.

ΕΡΩΣ. Σήκω, γενναίε Αντώνιε· η βασίλισσα πλησιάζει· η κεφαλή της είναι γυρμένη· ο θάνατος είναι επάνω της και μόνη η παρηγοριά σου δύναται να την σώση. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εκηλίδωσα την τιμήν μου διά της αισχράς φυγής μου. ΕΡΩΣ. Η βασίλισσα, στρατηγέ.

Τω όντι, αύτη, αν και είχε παραξενευθή καταρχάς, εσκέφθη, και ανεγνώρισεν ότι η παρουσία της Γιαννους ήτο μία παρηγορία εις την μοναξίαν των. Περί τα πρώτα γλυκοχαράγματα, το βρέφος είχεν εξυπνήσει, κι' άρχισε να κλαυθμηρίζη. Η Φραγκογιαννού έκαμε και πάλιν «κουμάντο». Εσυμβουλεύσε την λεχώ να βάλη το παιδίον εις το βυζί, διά να δοκιμάση αν κατέβη το γάλα.

Σιγάσιγά σκέβρωσε κι' αυτό, λίγυσε και κουλούριασε, σαν να ήθελε μοναχό του να γίνη πιο περιποιητικό και να στηρίζη πιο βολικά το σακάτικο κορμί της κυράς του. Έτσι μιαν ανθρώπινη αγάπη έλεγες πως έδενε το ξύλο με τον άνθρωπο. Η γρηάΔροσούλα μέσα στη δυστυχία της ξέχασε με τον καιρό όλα ταγαπημένα της, που της πήρε ο χάρος κι' ο καιρός, κ' είχε μόνη παρηγοριά κ' ελπίδα το πονετικό ξύλο.

Δημοτικόν άσμα πρωτοτύπου ωραιότητος, εν ω παρίστανται τα όρη της στερεάς Ελλάδος διαπληκτιζόμενα προς τας πεδιάδας και εκζητούντα δι απειλών την απόδοσιν του Ανδρούτζου προσκαίρως παραιτήσαντος αυτά, δίδει εν συνάψει ακριβή ιδέαν της μεγάλης του οπλαρχηγού τούτου βαρύτητος. Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά παρηγοριά δεν έχουν.

Ναι, θυμούμαι! Αγαπημένο μου παιδί! καλό μου παιδί! Μεγάλη μου παρηγοριά εσύ.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν