United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άμα ήκουσε την εξήγησιν της συντέκνισσας, η παπαδιά ακουσίως συνήψε τας χείρας και υπεψιθύρισε·Πω, πω! θα κρυώσης, παπά μου! Ο παπάς εσκέφθη προς στιγμήν, είτα είπενΑς είναι· θα έλθω να το βαφτίσω. Στραφείς εν σπουδή προς την πρεσβυτέραν είπεν·

Εκείνο το βράδυ ήτανε να φύγη ο παπάς. Όλοι οι δικοί ήσαν μαζεμμένοι στο σπίτι. Μιλούσαν και χωράτευαν να παρηγορήσουν την παπαδιά. Ένας μήνας είν' αυτός. Ενάμισυ βία. Και πάλι εδώ είμαστε. Θα πάρουμε πάλι αντίδωρο απ' το χέρι του παπά. — Άφησε τα μέλλοντα, είπε ο παπάς. Μην τα μελετάς, ευλογημένε. Να δώση πρώτα ο Θεός να καβατζάρωμε την αρρώστεια. Ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός έβαλε το λόγο τον.

Αλλ' άμα απεμακρύνθη, τον κατέλαβε τοιαύτη βροχή, ώστε διέτρεξε μέγαν κίνδυνον. Μετά τινας ημέρας επιστρέφων εσταμάτησε πάλιν εις του παπά, προς ον είπε: — Σε βεβαιώ, παπά, ότι ο χοίρος σου έχει περισσότερο νου απ' όλους τους Τούρκους. Εγώ, φεύγοντας από το Κάστρο αφήκα Μπαϊράμι· αλλά στο Ρέθυμνο ευρήκα Ρεμαζάνι κ' εις τα Χανιά σήμερο μόνο εκάμανε Μπαϊράμι!

Και λένε, τάχαΧριστός κοντά μας! — ο μαβρο-Λιάκας ξεβρυκολάκιασε, ακούς, γιατί τον είχαν ζωντανό θαμένον. Κι αφτός, λέει, εβγήκε από την Κατουγής στον Απανωκόσμο, κ' επήγε κ' έπνιξε στον ύπνο τον παπά. Κι αφτός εσήκωσε το νου της άμοιρης γυναίκας του, που επήρε τα βουνά, και τρέχει το χωριό τόρα ανάστατο πίσω της, να την πιάσουν, μην πέση πουθενά και γκρεμιστή και γίνη το κακό μεγάλο...

Η ευλάβεια εξέλιπε προ πολλού εκ της οικουμένης, αλλ' αι εικόνες του Ραφαήλου και η φωνή των Λακορδαίρων ή των ευνούχων του Πάπα ελκύουσιν ακόμη προσκυνητάς υπό τους θόλους του Αγίου Πέτρου και του Πανθέου, ενώ ημείς άπαξ μόνον του έτους πορευόμεθα φράσσοντες τα ώτα εις την εκκλησίαν. Άμα ετελείωσεν ο όρθρος, έσπευσεν ο Φρουμέντιος να ξεναγήση την Ιωάνναν εις το νέον αυτής κλωβίον.

Είντά ν' αυτά που λες, Μανωλιό; ντα Τούρκοι 'μεστα μεις να παντρευτούμε χωρίς παπά; — Ας μας αφήσουνε να παρθούμε και τότες ας έρθουν και δέκα παπάδες μαγάρι να μας ευλοήσουνε. Μα σα δε μας αφίνουνε; ... Άλλη σωτηρία δεν έχει παρά ναρθής να σε κλέψω· και σα θες παπά, ένα αρνί και δυο τρία κομμάτια τυρί σαν πέψω του παπά Γιώργη, θάρθη τρεχαπετάμενος να μας ευλοήση στο κλεισιδάκι τ' Ομαλού.

Η θειά Ζωίτσα εκίνει τεθλιμμένη την κεφαλήν. — Σου πήρε δύο κομμάτια ο Μπάρμπα Δήμας! παρετήρουν άλλοι τινές κτηματίαι μετά θαυμασμού. Όσα κι' αν έδωσε, χαλάλι! — Καλά στερνά! προσέθετεν έτερος επιφυλακτικότερος. Εμένα μου τ' ώπεν ο Παπά Ιερεμίας. Τα μοναστηριακά είνε αφιερωμένα εις τον Θεόν.

Όσο να περιμένη την απάντηση του παπά, ο Σιφογιάννης δε βγήκε από το σπίτι του. Αν έβγαινε, έπρεπε να βγάλη τη μαύρη πέτσα και ναρχίση να κάνη εξωτερικώς τον Τούρκο. Αφήκε μια μέρα και τη δεύτερη πήγε ο πάπας στο Μοχό νάβρη τον Αγά. Κιόταν το βράδυ γύρισε, είπε στη Σιφογιάννενα από την πόρτα: — Ανεζινιό, είν' ακόμ' από κεινά τα Λασιθιώτικα σύγλυνα; Να τα τηγανήσης μαυγά να τα φάμε μαζή.

Ο κόσμος όλος, από τον Παπά και κάτω, με ψεύτικα σκαρώματα πολεμούσε να τον καταπείση πως έλαμπε ακόμα ολόστεκη η τιμή του, που αυτός την ήξερε βουτημένη στην κοπριά. Κάθισε στο τραπέζι, έκαμε πως έφαγε, έκαμε πως ήπιε, να περάσ' η βραδιά.

Αλλά δεν το εχώρησεν η συνείδησίς του, και εντονώτερον εξηκολούθησε: — Τώρα, όπως και να το κάμης, άσχημα είνε... μα το καλλίτερο είνε να τραβήξης το δρόμο σου να πας... Έδωκες το λόγο σου... είνε μεγάλη αμαρτία ν' αφήσης τον παπά χωρίς βοηθό, τέτοια μεγάλη μέρα.