United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σηκώθηκε η γριά ορθή κι' είπε στη Μαριανθούλα περίλυπα: — Να το σήκωμα των φτερών της κόττας! Πάη κι' αυτή η ελπίδα! Το σημάδι έδειχνε τον ερχομό του παπά, πούρθε από το χωριό τ' να μας λειτουργήσ' αύριο..

Τίποτε άλλο, παρά του ΓεροΜούρτου τον σκεπό που εκοκκίνιζε μακρυά μέσ' στα σπαρμένα. Σαν έφθασε κοντά, άρχισαν τα γόνατά της να τρέμουν κ' εκάθησε σε μια πέτρα. — Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! Και πώς δεν μου το είπες πως ήταν ένας άρρωστος δωπέρα: — Αμ' τι να σε το πω! Μήπως είσαι γιατρός για να τον γιάνης; Εκείνο, ως και ο ΠαπαΔήμος, που τ' άκουσε, δεν επήγε να τον διη.

Σε μια δυο μέρες θα πάη ο ξάδερφός σου ο Βασίλης του παπά για να κυνηγήση. Τούπα να πάτε μαζή και τάκουσε με πολλή του χαρά. Θα σου βρη, λέει, κέναν τσιφτέ να σε μάθη να κυνηγάς. Κιο Βασίλης, ως θάκουσες, έχει γενεί καλός κυνηγός. Ποτέ δε γυρίζει χωρίς λαγό. Η ιδέα της μητέρας μου μενθουσίασε. Το τουφέκι και το κυνήγι ήσαν από τους μεγάλους μου πόθους. — Θες να πας; με ρώτησε η μητέρα μου.

— Τ' ακούσαμε κ' ημείς, παπά, απήντησεν ο γείτονας ο Πανάγος· έτσ' είπανε. — Τι &είπανε&; Είνε σίγουρο, σας λέω, επανέλαβεν ο παπά-Φραγκούλης. Οι βλοημένοι, δεν θα βάλουν ποτέ γνώσι. Επήγαν με τέτοιον καιρό να κατεβάσουν ξύλα, απάν' απ' του Κουρούπη τα κατσάβραχα, στο Στοιβωτό, εκεί που δεν μπορεί γίδι να πατήση. Καλά να τα παθαίνουν!

Η Ιωάννα συνεσφίγγετο τρέμουσα εις τα στήθη του συντρόφου της, και αυτός δε ο όνος έτεινεν ανησύχως τα ώτα, προχωρών μετά περισκέψεως και δειλίας ως στρατιώτης του Πάπα εις το πυρ των μαχών.

Προσέτι ο παπά- Φραγκούλης είχε παρακαλέσει τον μπάρμπα-Στεφανήν να περάση από τα σπίτια δύο εμποροπλοιάρχων φίλων του, εκ των παραχειμαζόντων με τα πλοία των εις τον λιμένα, να τους παρακαλέση εκ μέρους του να του στείλουν, αν τους ευρίσκετο, ολίγον κρέας &σαλάδο&, εξ εκείνου το οποίον μαγειρεύρουν εις τα πλοία τα εκτελούντα μακρούς πλους.

Ο Πανάγος ωνόμαζε τέσσαρας απεχούσας αλλήλων κορυφάς της νήσου. Ο πάπα-Φραγκούλης επανέλαβεν ερωτηματικώς·Κι απ' τη θάλασσα, μάστρο-Πανάγο; — Απ' τη θάλασσα, παπά, τα ίδια και χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτούνα, κιαμέτ. Όλο και φρεσκάρει. Ξίδι μοναχό. Πού μπορείς να ξεμυτίσης έξ' απ' το λιμάνι κατά τ' Ασπρόνησο! — Από Σοφράν, το ξέρω, Πανάγο, μα από Σταβέτ;

Η παπαδιά δεν τον πολυχώνευε κι' όταν τον άκουγε νανεβαίνη τις σκάλες, μουρμούριζε πάντα, μπροστά του και πίσω του. Δεν της άρεσαν πολύ αυτά τα ξενύχτια του παπά. — Ξέρεις τι άνθρωπος είν' αυτός; της έλεγε ο παπάς. Αγιορείτης, άγιος άνθρωπος. Είκοσι χρόνια πάνε, που τον γνώρισα στη μονή του Βατοπεδίου, σαν πέρασα αποκεί με το μπάρκο. Του Θεού άνθρωπος.

Ακόμη και αυτός θα σας ήταν αρκετός!» «Είναι γέρος σαν τις πέτρες! Τι να τον κάνω τον Έφις; Καλύτερα να χορέψω μ’ ένα κλαδί σκίνουΑλλά ξαφνικά το σκυλί του παπά, αφού γαύγισε επάνω στο μπαλκόνι, έτρεξε αλυχτώντας έξω από την αυλή και οι γυναίκες σταμάτησαν να πειράζονται μεταξύ τους και πήγαν να δουν.

Εβγήκα έξω, εγονάτισα, την κατεφίλησα και ησθάνθην μίαν γλυκάδα μέσα εις την καρδίαν μου, σαν ο άρρωστος όταν παίρνη δυναμωτικό.» Ο καπετάν-Μαμμής ανεστέναξε και έκαμε τον σταυρόν του. Και πάλιν εξηκολούθησε με δικαίαν περιέργειαν. «Οι ρώσοι συνάχθηκαν γύρω-γύρω, μελίσσι. Κ' έκαμναν μετάνοιαις έως κάτω, σαν εις την εκκλησίαν. Τέλος έφυγεν ο παπά Σεραφάκος.