Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Τους έδωσε ραντεβού σε μια ταβέρνα. Ο Αγαθούλης κι' ο Κακαμπός πήγανε και τον περιμένανε με τα δυο τους πρόβατα. Ο Αγαθούλης, πούχε την καρδιά στα χείλια, διηγήθηκε στον Ισπανό όλες του τις περιπέτειες και του ωμολόγησε, πως ήθελε ν' απαγάγη την δεσποινίδα Κυνεγόνδη. — Αδυνατώ να σας πάω στο Βουένος Άυρες, είπε ο πλοίαρχος: θα με κρεμάσουνε, καθώς και σας.
Και πήγανε στο βουνό. . κ' εκεί την ξαναφίλησε ο Νίκος πολλές φορές στο στόμα κι αυτή τονέ φίλησε στα πράσινα του μάτια- Αποκοιμήθηκε- Στον ύπνο τον ο Νίκος παραμιλούσε: δυο-τρεις φορές φώναξε την Λιόλια . . . Τo καντήλι κουράστηκε πια να φέγγη και να θλίβεται. . άρχισε να πετάη σπίθες με κρότο, να ρίχνη τη φλόγα του με το μελανό το μάτι αψηλά και να την τραβάη πίσω: ίδιο στήθος σε θανάσιμη αγωνία που του στερεύει η ανάσα και μ'ένα τσιριχτό ανάλαφρο, έσβησε Πώς δεν πέθανε αυτήν τη νύχτα η Βεργινία!
Τη βάλανε στη μέση, το γυναικομάνι πούχε μαζευτή, και την πήγανε με σούσσουρο τον κατήφορο κι αυτή τους τάλεγε πια χωρίς πνοή, με τα χέρια, με το κεφάλι το ξετσουλουφιασμένο, μ’ ό,τι της είχε απομείνει. . . Πήρε κ' η θεια Ελέγκω, τρέμοντας σύσσωμη απ’ τη χολή που την έπνιγε, τη φοβισμένη Λιόλια με το μπογαλάκι της απ’ το χέρι και κλείδωσε την κάμαρη και το κλειδί τόδωσε της πονόψυχης της Κερά Γιώργαινας να το δώση του Νίκου άμα που θαρθή!. . . Σε λίγο ήρθε ο Νίκος, συντροφεμένος.
— Μυαλό δεν έχουν, αυτός ου κόσμους, θα πω, είπεν η θειά το Μαλαμώ. Τώρα οι αθρώποι γεινήκαν απόκοτοι. — Να είχανε τάχα τίποτα κ'μπάνια μαζί τσ'; είπεν η παπαδιά. — Ποιος του ξέρ'; είπεν η θειά το Μαλαμώ. — Θα είχανε, θα είχανε κουμπάνια, υπέλαβεν ο Πανάγος ο μαραγκός. Αλλοιώς δε γένεται. Πήγανε με τα ζεμπίλια τους γεμάτα. Και τουφέκι θα είχαν, και θηλειαίς στένουν για τα κοτσύφια.
Είπε, και πήρε τους διο γιους μαζί του του Νεστόρου, και πήρε το Μελάνιππο το Θόα το Μηριόνη το Μέγη, θρέμμα του Φυλιά, τον άξιο Λυκομήδη, 240 και την καλύβα πήγανε του βασιλιά Αγαμέμνου.
Στη στράτα που διαβαίνανε, στη στράτα που πηγαίναν, Ακούν πουλιά και κελαϊδούν, ακούν πουλιά και λένε· "Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνη απεθαμμένος!„ "Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνη απεθαμμένος!„ "Λωλά πουλιά κι ας κελαϊδούν, λωλά πουλιά κι ας λένε.„ "Τι βλέπουμε τα θλιβερά, τα παραπονεμένα, Να περβατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμμένους!„ "Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; Πως περβατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμμένους!„ "Πουλάκια 'νε κι ας κελαϊδούν, πουλάκια 'νε κι ας λένε.„ "Φοβούμαι σε, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις!„ "Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα στον Άη Γιάνη, Και θέμιασέ μας ο παππάς με περισσό λιβάνι.„ Και παραμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τους λένε.
Σχίσανε τα πέλαγα από Ανατολή σε Δύση, πήγανε στις χώρες τις μακρυνές που δε βασιλεύει ο ήλιος, πήγανε εκεί που πέφτουν οι μεγάλοι καταρράκτες από τους θεόρατους βράχους, πέρασαν απ' τις θάλασσες που κυλούν τα βουνά τα παγωμένα και ασπροβολούν μέσα στα σκοτάδια.
Λόγο πια δεν άνοιξε το στόμα της να μου πη για κείνη την τρέλλα η κακόμοιρ' η μάννα, τότες που ανέβηκε με τα μεγάλα τα μαντάτα· πως είτανε, λέει, ο γαμπρός αυτός με ταδέρφια μου, και να βάλω τα νυφικά! Πήγανε να με τρελλάνουνε με τη βιάση τους, και καλά να στολιστώ και να βγω με το δίσκο. Ποιος ξέρει τι κούτσουρο του φάνηκα σαν πρωτοβγήκα μπροστά του!
Και θα θυμάμαι σ' όλη μου τη ζωή, πως, όταν οι πληγές μου κλείσανε καλά, μούκανε προτάσεις. Άλλωστε, είπε σε όλες μας να μας παρηγορήση. Μας βεβαίωσε, πως σε πολλές πολιορκίες το ίδιο έχει συμβή και πως αυτό ήτανε &ο νόμος του πολέμου.& Όταν οι συντρόφισσες μου μπορέσανε να περπατήσουνε, τις πήγανε πεζές ως τη Μόσχα.
Τον άκουσε η αφεντιά σας; Τώρα όλα θα πάνε καλά.» «Ας το ελπίσουμε∙ όλα θα πάνε καλά», είπε η Νοέμι, αλλά δεν ήξερε και η ίδια τι θα πήγανε καλά. Αισθανόταν μια ξαφνική αγάπη για όλους. «Πείτε στον Τσουαναντόνι να έρθει απόψε. Θα του δώσω κόκκινα αχλάδια.» Η γριά της άρπαξε το χέρι, το φίλησε και έφυγε κλαίγοντας. Η Νοέμι γύρισε στη θέση της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν