Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Τότες εφτύς σηκώνεται και στους Αργίτες κράζει «Πέστε μου, αδρέφια, οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, μονάχα εγώ, ή και λόγου σας θωράτε πέρα τ' άτια; Αλλά σα να μου φαίνουνται μπροστά πως πιλαλούνε, σαν άλλος δείχνει ο αμάξας· και τ' άλλα εκεί στον κάμπο 460 πάπαθαν πρέπει, πούτανε μπροστά σαν ξεκινούσαν.
Τότε αφτά τα σήκωσε από χάμου, και στους οχτρούς γυρίζοντας φωνάζει με περφάνια 500 «Πέστε από μένα, Τρώιδες, στη μάννα και στον κύρη του Βιλιονιά ν' αρχίσουνε τα μοιρολόγια σπίτι· γιατί κι' εκείνη, η λυγερή γυναίκα του Προμάχου, δε θα δεχτεί τον άντρα της χαρούμενη όταν τέλος ξανά απ' την Τρία γυρίσουμε στην ποθητή πατρίδα.» 505
Λυώνει η καρδιά του από την τρυφερότητα, κι' απαντά γλυκά, με αγάπη: «Μην κλαις άλλο, ωραίε σύντροφε, θα κάνω το θέλημά σου. Φίλε, για την αγάπη σου θα πήγαινα βέβαια να σκοτωθώ. Καμμιά συφορά, καμμιά αγωνία δε θα μ' εμποδίση να κάνω ό,τι μπορώ. Πέστε ό,τι θέλετε να μηνύσω στη Βασίλισσα, κι' ετοιμάζομαι!» Ο Τριστάνος απάντησε: «Φίλε, ευχαριστώ. Λοιπόν, άκουσε την παράκλησί μου.
Μα ελάτε τώρα, οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, πέστε το δίκιο εδώ μπροστά στο πλήθος... Κι' όχι χάρες· δε θέλω εγώ να πει κανείς απ' τα παιδιά κατόπι 575 'Μέ ζόρι απ' τον Αντίλοχο, με ψέματα ο Μενέλας τ' άλογο πήρε κι' έφυγε.
Κάμετε μου μια χάρι. Κρύψετέ με στο Λιντάν, πέστε της πώς ήρθα και κάμετε να την ξαναΐδώ μια φορά ακόμη». Ο Ντινάς απάντησε: «Λυπάμαι τη Βασίλισσα και δε θα της πω τίποτε, αν δε βεβαιωθώ ότι σου έχει μείνει αγαπητή πειο πολύ απ' όλες της γυναίκες του κόσμου. — Α! Άρχοντα, πέστε της ότι μου έμεινε αγαπητή περισσότερο από όλες της γυναίκες του κόσμου.
— Τσιμουδιά το λοιπόν, τους κάνει ο Δημήτρης. Αφήστε μου τη δουλειά εμένα. Αμέτε σεις όξω και κάμετε τον ανήξερο. Πέστε το και των αλλονώνε να σωπαίνουν, το τι θα κάμω. Όποιος ανοίξη στόμα, την τρώει την μπαλλοτέ. Και ξεκινάει αμέσως κιόλας καταόξω, από το μέρος που έβλεπε προς την τούρκικη τη μεριά.
Έρχεται στο κρεββάτι του Τριστάνου και λέει: «Φίλε, ο Καερδέν φθάνει. Είδα το καράβι του στη θάλασσα. Σιγά-σιγά προχωρεί. Μολαταύτα το αναγνώρισα. Ο Θεός να δώση να σου φέρη τη γιατρειά σου» Αναταράζεται ο Τριστάνος. «Ωραία φίλη, είσαστε βέβαιη ότι είναι το καράβι του;! Λοιπόν, πέστε μου τι πανί έχει. — Το είδα καλά. Το έχουν ολάνοιχτο και τεντωμένο πολύ ψηλά, γιατί ο άνεμος είναι αλαφρός.
Και τώρα, Μούσες, πέστε μου, των ουρανών νυφούλες — θέαινες είστε, κι' είστε εκεί και ξέρετε τα πάντα, 485 μα φήμες μόνο ακούμε εμείς χωρίς να βλέπουμε έργα — πιοί στρατηγοί των Αχαιών και πιοι είταν βασιλιάδες.
Αλλ' ο Στάμος τον εκύτταξε τόσον καλά, ώστε «εγύριζε μέσ' τον νουν του» ότι κάποιος ήτον και δεν απείχε πολύ του να τον αναγνωρίση. — Πέστε μου, βρε αν είνε κι' άλλη ζυγιά, επέμεινεν ο Παλούκας. — Δεν ξέρουμε, επανέλαβεν ο Στάμος. Τέλος ο Παλούκας αφήκε τα παιδία ελευθέρα.
Γιατρέ δεν είσθε ευχαριστημένος από τη νοσοκόμα σας; Πέστε μου; ΜΙΣΤΡΑΣ — Ενθουσιασμένος. Μα τι βρήκατε, αστείο, κοκώνα μου; ΛΕΛΑ — Δεν ξέρω. Και η μορφίνα και η βελονίτσα σας που την κάψατε στη φλόγα και σεις ακόμα με τη σοβαρότητα που κρατούσατε τη βελονίτσα αυτή, όλα μου φάνηκαν τόσο αστεία. Δεν είναι αστεία; Χα, χα, χα! Στο Θεό σας, γιατρέ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν