Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Ποιός το λέει; ούτε όταν μέσ' στο σπίτι θα κοιμάσαι, όπως εγινόταν πρώτα, ή στην πόρτα έξω θάσαι. ο καθένας σας το βιος του μεσ' στην πολιτεία θάχη κι' όποιος κλέψη, κι' όποιος γδύση, θα του βγαίνη από τη ράχι• Τι χρειάζοντ' οι καυγάδες, η φωνές, τα νταβατούρια; θα πηγαίνη στο ταμείο και θα παίρνη πειό καινούργια. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μα οι άνθρωποι, για πες μου, δεν θα παίζουν πειά το ζάρι;

Και σα γυρίζουν πάλι στα σπίτια τους και κρεμάζουν τα καπέλλα τους στο καρφί, ας στεφανώνουνται σα γαμπροί, κι ας &πλαγιάζουνε& στα συμπόσιά τους, μ' αυλητρίδες και με χορεύτρες αντίκρυ τους. Πες τους να μη λησμονούνε να στέλνουνε και κανένα πινάκι φαεί της «Θεού».

Αφτό καλό πράμα δεν είναι, και δω χρειάζεται προσοχή. Και τα δύσκολα κανείς έφκολα πρέπει να τα λέη, και τα σκοτεινά καθαρά. Προσοχή, παρακαλώ, και στη γλώσσα. Τώρα ελπίζω κι άλλα καινούρια να δούμε. Ο πρόθυμός σας ΨΥΧΑΡΗΣ Παρίσι, Δεκέβρη, 29, 1892. «Πες με ποιος ο γονιός σου, λέγε τόνομά σου και τον άντρα σου, να μάθω τα χρόνια σου, γυναίκα, κι από ποια πόλη είσαι. β.

Ναι, ναν τον κλέψω τόχω εγώ ντροπής μου, κι' η καρδιά μου 435 δειλιάζει, μην τυχόν μου βγει λαχτάρα στο κεφάλι. Μα πες το, κι' οδηγός σου εγώ παγαίνω, αν θες, ως στ' Άργος πιστά και τίμια, θες πεζός θες με γοργό καράβι· μήδε έχε φόβο απ' τ' οδηγού αψηφισιά να πάθεις

Πες μου λοιπόν και μην αργείς ν' ακούσω τη γενιά σου, Για να με κάμης γνώριμον και φίλον της καρδιάς σου. Ο Ποντικός με σοβαρά, σκυφτά τα βλέμματά του, 75 Περήφανα απεκρίθηκε σ' αυτό το ρώτημά του. Το γένος μου, κυρ Μπάκακα, παντού είναι φημισμένο, Και από ζώα, και πουλιά, και αθρώπους γνωρισμένο.

Τόσον φθάνει, εξαναείπεν η Κεριστάνη, εγώ αναπαύομαι επάνω εις τον όρκον σου, ελπίζοντας ότι κάθε λογής πράγμα, που εγώ είμαι διά να κάμω εμπρός εις τα μάτια σου, να φυλάξης σιωπήν, και να μη μιλήσης τίποτε επειδή και οι εξωτικοί δεν κάνουν κανένα πράγμα χωρίς στοχασμόν· και ανίσως καμμίαν φοράν θέλεις με ιδεί να κάμω πράγμα, που να σου φανή αστόχαστον, πες με τον εαυτόν σου, αυτή δεν εργάζεται με τέτοιον τρόπον χωρίς δικαιολόγημα.

Τη φωνή της δε θα την ξεχάσω στη ζωή μου. Η φωνή της! Άκουσες άγγελο να λαλή και με μια λέξη ναπαντήση· «Ναι! ναι! το είδα, το ξέρω· μη γυρέβης άλλο να σου πωΠάει να φύγη και σκουντάφτει το μικρό της το ποδαράκι· κοντέβει να πέση, τη βαστώ. Με καίει ακόμη το πετσί της. — Λέλα, δεν έπαθες τίποτις; Λέλα μου, πες το. — Όχι! όχι! Είναι αργά. — Καλή νύχτα! καλή νύχτα! Λέλα, ύπνο καλό. Κοιμήσου καλά.

Πώς τα πέρασες εδώ μέσα, σε τούτο το μπουντρούμι; τον ρώτησα. Θέλεις τίποτα να σου φέρω; Έχεις καμμιά παραγγελιά για το σπίτι; Πες μου ό,τι θέλεις ελεύθερα. — Να σου πω ένα πράμμα; μου είπε χαμογελώντας. Ποτέ μου δεν κοιμήθηκα τόσο ήσυχα στο σπίτι μου, όσο σε τούτο το έρημο το στρωσίδι Το πιστεύεις; Και μούδειξε μια παληοκουβέρτα μαζεμμένη σε μια γωνιά! — Ο Θεός να με συχωρέση! ξαναείπε.

Ήταν ωραία που πηγαίναμε έτσι, σαν να ήμασταν γίγαντες. Έτσι ζήτησε σε γάμο τη Γκριζέντα κι έτσι, με τη βοήθεια του Θεού, θα παντρευτούνε.» «Από ποιόν τη ζήτησε σε γάμο;» «Δεν ξέρω∙ από την ίδια!» «Πες μου Τσουαναντόνι, ο ντον Τζατσίντο πήγε στις θείες του, στις κυράδες μουΤο αγόρι δίστασε πάλι. «Ναι», είπε έπειτα, «πήγε.

ΑΣΤ. Φέρτε μ' εκειόν τον άλλονε... ΧΙΟΣ. Μπουρλής Αμπρουζής. ΧΙΟΣ. Χιώτης, να σας χαρώ. ΑΣΤ. Και τι τέχνη κάμνεις. ΧΙΟΣ. Σεκερτζής. ΑΣΤ. Και τ' είν αυτό γιαμά το σεκερτζής; ΧΙΟΣ. Φτιάνω λογιών το λογιώ γλυκά, — ροδοζάχαρες, χαλβάδες κόντια... κι' ό,τι άλλο θέτενε. ΑΣΤ. Και πες δα κακόρικε, π' ούσαι κομφετιέρης. — και πώς εγίνηκε ο λαβωμός του κρητικού;

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν