Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Από μακριά τη χαιρετάει κι από μακριά της λέει· "Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' η μάννα μας σε θέλει.„ "Αλλοίμον, αδερφάκι μου, και τι' νε τούτ' η ώρα! Ανίσως κ' είνε για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου, Κι αν είνε πίκρα, πες μου το, νάρθω καταπώς είμαι.„ "Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' έλα καταπώς είσαι.„
ΑΣΤ. Τ' όνομα σου; ΚΥΠ. Σολομώς. ΚΥΠ. Απέ την Τζίπρον είμαι. ΑΣΤ. Και πες μου δα εσύ· πώς εγίνηκε ο λαβωμός του Κρητικού;
Αψόθυμος είσαι, δεν είσαι κακός. Κι' αν μ' αποπέρνης καμμιά φορά, εγώ πάντα σ' αγαπάω. Μέσα στα χέρια μου σ' ανάθρεψα. Σε λίγο. Πες μου, κύριε Τάσσο, τι έχεις σήμερα; Κάτι σε βασανίζει. ΦΛΕΡΗΣ — Δεν έχω τίποτα, Αργύρη. Τίποτα. Ησύχασε. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Δε θέλεις να μου πης. Ας είναι. Ο Θεός να τα φέρη δεξιά. Εγώ πάω τις βαλίτσες μέσα. ΦΛΕΡΗΣ — Άκουσε, Αργύρη.
Μα εφτύς στον κάμπο πήγαινε και πες το αφτό του γιου σου· πες του οι θεοί πως χόλιασαν, κι' εγώ πιο πρώτα απ' όλους του τόχω αφτό παράπονο, που στα καράβια ακόμα βαστάει τον Έχτορα άθαφτο και δεν τον δίνει πίσω, 115 μήπως εμένα σεβαστεί και στρέξει ναν τον πάρουν.
Εσύ που συντροφεύεις τον καλό μου και νανουρίζεις τον ύπνο του, για πες μου πού βρίσκεται, για να πάω να τονέ βρώ. Το αηδόνι ξαναλάλησε με καλοσύνη: — Κάθε νύχτα ο καλός σου σηκώνεται απ' το χώμα, φεύγει μακρυά και με την αυγή ξαναγυρίζει. Η όμορφη χήρα λαχτάρησε από αγάπη. — Για πες μου, καλό πουλί, του ξαναείπε. Εσύ που βλέπεις μακρυά, απ' το ψηλό κλαδί σου, για πες μου, πού πάει ο καλός μου;
ΑΣΤ. Μουρ' εγώ δε σ' αρωτώ, διαόλλου τζαρλανάτο, Αν επροπάτησες μαζύ και με τον Ταμερλάνο. Πες μου πού εσπουδιάρισες; σε ποια Ακαδημία; Στον Μον Πελέ, στην Μπάδοβα, γη μέσ' τη Βενετία;
Να της ίσια που ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του σπιτιού. Λοιπόν κ' η Λέλα είτανε στο περιβόλι! Μαζί του! Της γνέφω δυνατά· στη στιγμή απάνω, να πάη στην κάμερή της. — Σήμερα πια θα μου την πης την αλήθεια. Σας είδα. Είσουνα μαζί του στο περιβόλι. Δεν ντρέπεσαι; Πες το, φτύς' το, ή ξαναρχίζω. Καρλή, εκείνο που δεν είναι, δεν μπορώ να στο πω. Είμουνα μόνη. Δεν είδα ψυχή. Πήγαινε, ο ίδιος να στο πη.
Και ήρχισεν αμέσως — για να θερμανθή — να τραγουδή ένα παλαιόν άσμα της Κω, μιμούμενος συνάμα γυναίκα κώτισσαν νήθουσαν, κατά την έννοιαν του άσματος, μ' έκτακτον μιμικήν διάθεσιν. Ο καπετάν-Γιακουμής επαναχορδίσας τέλος την Μαριγούλαν τον συνώδευε: Πάρε την αργυρόρροκα κ' έλα την φράχτη-φράχτη, Κι' αν σ' αρωτήσ' η μάννα σου, 'πες, έχασα τ' αδράχτι.
Δεν μου λες λοιπόν, Χαρμίδη, γιατί κάνεις έτσι; Πες μου• τι σου συμβαίνει διά να έχω τουλάχιστον αυτό το κέρδος που αγρύπνησα μαζή σου όλη τη νύκτα. ΧΑΡΜΙΔΗΣ. Είμαι τρελλός από έρωτα, Τρύφαινα, και δεν υποφέρω πειά.
ΠΑΜΦ. Είσαι τρελλή ή μεθυσμένη ακόμη, Μύρτιον, μολονότι χθες δεν ήπιαμε πολύ. ΜΥΡΤ. Αυτή η Δωρίς μου το είπε και με κατελύπησε. Την έστειλα να μου αγοράση προβατόμαλλα για την κοιλιά μου και να ευχηθή για μένα εις την Λοχείαν Αρτέμιδα και στο δρόμο συνήντησεν, ως λέγει, την Λεσβίαν. . . . . αλλά πες του τα εσύ, Δωρί, η ίδια, εκτός αν τα είπες ψέματα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν