Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Ραψωδία Π Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα φωτιά το χάραμμ' άναψαν, κ' ετοίμαζαν να φάγουν, κ' έστειλαν έξω τους βοσκούς με ταις κοπαίς των χοίρων. και οι σκύλοι 'ς τον Τηλέμαχο, 'που ερχόνταν, εκινούσαν την ουρά και δεν γαύγιζαν και ο θείος Οδυσσέας 5 τους σκύλους τότ' ενόησε 'που την ουρά κινούσαν, και άκουσε και ποδόκτυπο• κ' είπεν ευθύς τον Ευμαίου• «Άσφαλτα κάποιος έρχεται, ω Εύμαιε, σύντροφός σου ή και άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυκτούν οι σκύλοι, αλλά του σείουν την ουρά• και πόδι ανθρώπου ακούω». 10 Κ' εφάν' ιδού 'ς τα πρόθυρα ο ποθητός υιός του• 'ξιππάσθηκε ο χοιροβοσκός, σηκώθη και τα σκεύη έρριξε χάμου του λαμπρού κρασιού, 'πού συγκερνούσε. και προς τον κύριον έδραμε, του φίλησε τα δύο μάτια λαμπρά, την κεφαλή, το 'να και τ' άλλο χέρι, 15 κ' έχυσε δάκρυα θερμά• και όπως καλός πατέρας τον υιόν του γλυκασπάζεται, 'πώλειπε δέκα χρόνους εις ξένα μέρη μακρυνά, και του 'καψε τα σπλάγχνα, μόνος, υστερογέννητος• έτσι ο βοσκός ο θείος έκλεισε 'ς ταις αγκάλαις του και κατεφίλησ' όλον 20 τον θεοειδή Τηλέμαχο, τον χάρο ως να 'χε φύγει, και κλαίοντας του ωμίλησε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον, τα πέλαγ' αφού πέρασες να υπάγης εις την Πύλο. αλλ' έμπα, υιέ μου αγαπητέ, να σε χαρή η ψυχή μου, 25 θωρώντας σε νεόφερτον από τα ξένα μέρη• τι 'ς τον αγρό δεν έρχεσαι συχνά και εις τους ποιμέναις, αλλά 'ς την πόλι κάθεσαι, και αυτό θέλ' η ψυχή σου, την πάγκακη συνάθροισι να βλέπης των μνηστήρων».
Κ' οι δύο κείνοι, την γλυκειάν αγάπη αφού χαρήκαν, 300 με ηδονή λόγους πολλούς ελέγαν μεταξύ τους. έλεγεν όσα υπόφερε 'ς το σπίτ' η γυνή θεία, την πάγκακη συνάθροισι να βλέπη των μνηστήρων, οπ' εξ αίτιας της πολλούς μόσχους και αρνιά παχεία έσφαζαν και από το κρασί τους πίθους αδειάζαν. 305 και πάλιν ο διογέννητος της έλεγε Οδυσσέας, πόσους ερήμωσε θνητούς και πόσ' έπαθ' εκείνος. άκουε κείνη με ηδονή και δεν της έπεφτ' ύπνος 'ς τα βλέφαρα, πριν όλ' αυτός με τάξιν ιστορήση. και άρχισε πώς τους Κίκοναις ενίκησε, κατόπι 310 πώς έφθασε 'ς την κάρπιμη των Λωτοφάγων χώρα, πόσ' έπραξεν ο Κύκλωπας, και αυτός πώς εκδικήθη 'ς τον άσπλαχνον 'που του 'φαγε τους ποθητούς συντρόφους· 'ς τον Αίολο πώς έφθασε, 'που ολόψυχα τον δέχθη, και τον προβόδα 'ς την γλυκειά πατρίδα του, αλλά μοίρα 315 δεν ήτο ακόμη, και άνεμος σφοδρός τον πήρε πάλι εις τα ιχθυοφόρα πέλαγα τον αναστεναγμένον. πώς πήγε 'ς την Τηλέπυλη των Λαιστρυγόνον χώρα, 'που σύντριψαν τα πλοία του και τους λαμπρούς συντρόφους όλους· και αυτός μ' ολόμαυρο καράβι εσώθη μόνος· 320 της είπ' όσα σοφίσματα και δόλους είχε η Κίρκη· 'ς του Άδη πώς κατέβηκε τ' αραχνιασμένο δώμα, να ερωτήση την ψυχή του μάντη Τειρεσία, με καράβι πολύσκαρμο κ' είδ' όλους τους συντρόφους, και κείνην 'που τον γέννησε και γλυκανάστησέ τον. 325 το λάλημα πώς άκουσε των ηχηρών Σειρήνων· 'ς ταις Πλαγκταίς Πέτρας, 'ς την δεινή Χάρυβδι, πώς ευρέθη, 'ς την Σκύλλα, οπού δεν πέρασε θνητός χωρίς να πάθη· οι σύντροφοι πώς φόνευσαν τα βώδια του Ηλίου· πώς με φλογώδη κεραυνόν ο υψηλοβρόντης Δίας 330 του 'σχισε το καράβι του, κ' οι σύντροφ' οι γενναίοι χαθήκαν όλοι, κ' έφυγε την μαύρη μοίρα μόνος· 'ς την Καλυψώ πώς έφθασε, 'ς την νήσον Ωγυγία, πώς τον κρατούσε, και άνδρα της επόθει να τον κάμη, 'ς τα κοίλα σπήλαια, κ' έτρεφεν αυτόν και γνώμην είχε 335 αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήση· αλλά ποτέ δεν έπειθε 'ς τα στήθη την ψυχή του· πώς έφθασε 'ς τους Φαίακαις, πολύ βασανισμένος· πώς ως θεόν ολόψυχα τον τίμησαν εκείνοι, και, αφού χρυσάφι, αφού χαλκόν κ' ενδύματα του δόσαν, 340 με καράβι τον έστειλαν 'ς την ποθητήν πατρίδα. και άλλο δεν είπε, ως έπεσε 'ς αυτόν ο γλυκύς ύπνος και όλα τα μέλη του 'λυσε και της ψυχής τα πάθη.
Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν «θεά, συ δίδαξέ με, αν κάποιος τρόπος γίνεται κ' εκείνην να ξεφύγω την πάγκακη την Χάρυβδι, και πάλι ν' αντικρούσω την άλλην, όταν θα χυθή τους φίλους να μου αρπάξη».
Αυτά 'π' ο Αντίνοος και άρεσε 'ς όλους εκείνου ο λόγος. 50 με δόλον ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας• «Αγαπητοί, δεν γίνεται με νέον να παλαίση γέρος πολυβασάνιστος• αλλά με βιάζει τώρα, για να δαρθώ ο ταλαίπωρος, η πάγκακη κοιλία, αλλ' όλοι σεις ομόσετε 'ς εμένα φρικτόν όρκο, 55 βοηθός του Ίρου να μη βγη κανείς να με πατάξη άνομα, και αποκάτω του να με καταδαμάση».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν