Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Ξέρω και πως, για να βγει ένας Σαιξπήρος, χρειάστηκε για έναν αιώνα οι δραματογράφοι και θεατρίνοι να πληθύνουν τόσο στην Αγγλία, που να καταντήσουν τάξη και προλετάριοι. Αλλά πιστεύω πως οι κοινωνίες τίποτε άλλο δε χρησιμεύουν, παρά για να ξεφυτρώνουν από μέσα τους εξαιρετικοί άνθρωποι, και για τούτο ονομάζω τις κοινωνίες μ α γ ε ρ ι ά α ν θ ρ ώ π ω ν.

Αυτό. — Ο πατέρας μου τώρα μου είπε πως «πήγα από κάτ' απ' τα παραθύρια καποιανής», και δεν ξέρω πώς, μου ήρθε στο νου αυτό το παραθυράκι, που μου είπες την πρώτη βραδειά που ενταμωθήκαμε. Μπορεί, λες, να το πηδήση ένας άνδρας; — Μπορεί. Ο Αγάλλος έδωκεν έν νόμισμα εις την γραίαν. Εκείνη επήγε ν' αγοράση τρόφιμα από το πλησιέστερον καπηλείον.

Κάνει να το πιάση, αδύνατον· το κεφάλι όλο κ' εμάκραινε από την ακρογιαλιά. Ο έξυπνος τότε τι σοφίζεται; Παίρνει μια τούφα χορτάρι και την δείχνει στα σβυσμένα μάτια του ελπίζοντας να το πλανέση. — Ψου!... ψου!... το εμαύλιζε... Δεν μ' άφησε να τελειώσω. Επήδησεν ορθός, με άρπαξε από τον ώμο. — Δεν τα ξέρω 'γω αυτά! δεν τα ξέρω 'γω αυτά!... ερέκαξε τρέμοντας ολόκορμος. Ή θα πάψη ή μα τον Άγιο!...

Έβλεπα στον ύπνο μου, ότι είμουν στο σπίτι μου με τον πατέρα μου και με ταδέρφια μου... Μάννα δεν είχα. Και λέγοντας αυτά άρχισε να κλαίη. — Μπρε κριτή που σου τον διάλεξαν! Είπε μόνος του ο καρβανάρης. — Ξέρ'ς γιατί σε ξυπνήσαμε, Σπύρο; του είπε ένας από εκείνους που τον ξύπνησαν. — Πού να το ξέρω, — είπε ο Σπύρος, τρίβοντας τα μάτια του.

Τότε ο Κηβριόνης ένιωσε τους Τρώες πως σκορπούσαν αμαξωμένος, στο πλεβρό του Έχτορα, και τούπε «Έχτορα, εμείς με τους οχτρούς χτυπιούμαστε εδωκάτου στην άκρη του κακόηχου πολέμου, όμως οι άλλοι Τρώες τσακάνε ανάκατοι, πεζούρα κι' αμαξάδες. 525 Ο Αίας τους στενοχωράει, ο γιος του Τελαμώνα· καλά τον ξέρω, την πλατιά φοράει στον ώμο ασπίδα.

Σ' ένα χώρισμα της βιβλιοθήκης αποπίσω σου είναι η &Θεία Κωμωδία& και ξέρω πως αν την ανοίξω σ' ένα ωρισμένο μέρος θα αισθανθώ έν' άγριο μίσος εναντίον κάποιου που ποτέ δεν με πείραξε ή μια λατρεία για κάποιον που ποτέ δεν θα ιδώ. Δεν υπάρχει κατάστασις πάθους που να μη μπορή η Τέχνη να μας τη δώση, κι όσοι από μας βρήκαν το μυστικό της μπορούν από πρώτα να ειπούν ποια θα είναι η πείρα των.

Πώς έγινε πάλι τούτο το κακό; — Είχε τίποτα με κανένα; Μαλλώσανε; — Κύριε ελέησον! Ξέρω κ' εγώ τι να πω; — Η δυστυχισμένη η γυναίκα του! Και νειόπαντροι!... Ο χτυπημένος ανασήκωσε το κεφάλι του. — Δεν αφίνετε, ρε παιδιά, να περάσωμε; Κάντε μας τη χάρι Κάνανε τόπο πάλι. — Στη σπετσαρία! εμπρός! — Ο άνθρωπος έχει σπίτι. Στο σπίτι του να τον πάμε, είπε ένας απ' τα παιδιά που τον κρατούσανε.

Ήθελε να πάει στο Νούορο όπου υπήρχε ένας διαχειριστής ενός ατμοκίνητου μύλου, φίλος του πατέρα του, που του είχε υποσχεθεί μια θέση. Η Νοέμι σηκώθηκε χαμογελώντας. «Πόση ώρα; Δεν ξέρω να σου πω πόση ώρα είναι με το ποδήλατο. Λίγη ώρα. Εγώ πήγα στο Νούορο πριν πολλά χρόνια με το άλογο. Ο δρόμος είναι όμορφος και η πόλη είναι όμορφη, βέβαια. Ο αέρας είναι καλός και ο κόσμος είναι καλός.

Σήμερα, τι κακό νέο μου φέρνετε πάλι;» Ο Καριάδος απάντησε: «Βασίλισσα, είσαστε θυμωμένη, και δεν ξέρω γιατί. Αλλά πολύ τρελλός είναι όποιος ταράζεται με τα λόγια σας. Ό,τι κι' αν γίνη με το θάνατο που μου αγγέλλει το νεκροπούλι, να τι κακή είδησι σας φέρνει ο γκιώνης: ο Τριστάνος, ο φίλος σας, είναι χαμένος για σας, Αρχόντισσα Ιζόλδη. Πήρε γυναίκα σ' άλλον τόπο.

ΒΕΡΑΑλλ' ας αλλάξουμε κουβέντα. ΜΙΣΤΡΑΣΈσκασε το Φεγγάρι. Κυττάξτε τι ωραία πού φωτίζεται το βουνό. Capo d' opera! ΒΕΡΑΜαγεία, μαγεία . . . Σα συνωμόται στο σκοτάδι. Τι βλέπετ' εκεί; ΜΙΣΤΡΑΣΚάνομε υποδοχή στο φεγγάρι. ΒΕΡΑΜόνος σας, κύριε Φλέρη. Δεν μας φέρατε τη μικρούλα. ΦΛΕΡΗΣΑφίστε με, δεσποινίς, με τη μικρούλα μου. Είναι ένα πλάσμα ανυπόφορο. Δεν ξέρω ποιανού έμοιασε.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν