Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
ΚΑΛΙΜΠ. Μίλια μ' εμάθετ' εσείς· σε τούτο μοναχά μ' ωφέλησε· ξέρω και καταριούμαι· λοιμική να σας θερίση, γιατί μου εμάθετε τη μιλιά σας! ΠΡΟΣΠ. Στρίγλας γέννημα, φεύγ' από δω. Φέρε μας ξύλα μέσα, και γλήγορα, για καλύτερο σου· είναι και άλλη δουλειά.
ΒΕΡΑ — Είναι ανάγκη να τον γνωρίζη κανείς; Φτάνει ότι είναι ένας ασθενής. Επιθυμεί τίποτε ο κύριος; Όχι, ευχαριστώ. Ο υπηρέτης μαζεύει τα πράματα και φεύγει προς το μέρος του ξενοδοχείου. ΒΕΡΑ — Για πού μπάρμπ-Αργύρη; Δε μας χαιρετάς; Καλησπέρα σας. Με συμπαθάτε. Κατεβαίνω ως στο γιαλό. Δε με κολλάει ύπνος απόψε. Δεν ξέρω τι έχω και δε με κολλάει ύπνος. Πάω να καμαρώσω τη θάλασσα με το φεγγάρι.
— Τα χέρια σου τρέμουν! μου είπε ο Άλλος. — Και τα δικά σου. — Πού είμαστε; — Δεν ξέρω. — Δεν ακούς; — Ακούω. Τι ήτανε αυτό που άκουα μες στο σκοτάδι; Αυτό μας έκανε να τρέμουμε. Ένας θρήνος πλατύς ανέβαινε απ' τη γη. Ο θρήνος εγέμιζε τον κάμπο, τον ουρανό, τον αέρα. Τρυπούσε τα βαρειά σύννεφα κ' έσβυνε απάνω. Πλημμυρούσε όλη την πλάση, ζυμωμένος με το σκοτάδι. Ο ανθρώπινος πόνος
Τα ψηλά δένδρα, ανάρηα — ανάρηα, έστεκαν ασάλευτα μέσα στον άτρεμον αέρα. Περπατούσαμε και δεν ξέραμε πού πάμε. — Πού πάμε; ρώτησα με πνιγμένη φωνή. Δεν ξέρω πού πάμε, μου είπ' ο Άλλος. Η καρδιά μου κτυπάει δυνατά.... Ύστερα σταματήσαμε. Δεν μπορούσαμε να πάμε μπροστά. Τα πόδια μας καρφώθηκαν στο χώμα. Με τα βαρειά βουνά, με τα μεγάλα δένδρα, με τα μαύρα σύννεφα, μείναμε ακίνητοι.
Σωτηριάδης μας ονομάζει εμάς με τόνομά μας, και σωπαίνει για τον τρίτο; Το συλλογίστηκε; Δεν τόλμησε να τον πειράξη; Έχει μαζί του λιγώτερα προσωπικά; Δεν είναι τόσο στενός του φίλος; Πού να ξέρω; Πώς δε βάζει όμως τόνομά του, αφού μάλιστα λέει πως το «μαρτύριον» θαπομείνη αιώνιο , πράμα που πάντα είναι πολύ κολακεφτικό για κείνονε που το είπες; Εγώ φοβούμαι μήπως τάρθρο του κ Σωτηριάδη απομείνη για μας μαρτύριο , δηλαδή βάσανο, γιατί έτσι ξέρω τη λέξη.
ΠΕΛ. Τήρα δω μηδέ στο μυαλό του μέσα ήμουνε μηδέ τον ηρώτησα — ποιος τους ξέρει πάλ' αν ήντουσά νε οχθρευμένοι απέ μπροστήτερα. ΠΕΛ. Όσκαι όλη μου η κουβέντα αυτούνη είναι, τούτο ξέρω μοναχά οπ' όσμιξα κι' εγώ μ' ένα σωρό μαγκούφιδες. ΑΣΤ. Αρέστο κι' εσύ, μισότουρκα με τζη γίδες σου, με τζη αλεπούδες σου και με τζη ταρνανάδαις σου.
Να μην το πης κανενός!» Γιατί, αν τόλεγα, θα το μάθαινε Εκείνος! Σώπα, σώπα! Να μην ακούσω τη φωνή σου. Αν ακούσω τη φωνή σου, μπορεί πάλε να σε πιστέψω, και δε θέλω. Και δεν πρέπει να σε πιστέψω. «Τι αξίζω, να με πάρης γυναίκα;» Ναι! Τι αξίζεις; Τώρα το ξέρω τι αξίζεις, γιατί το είδα. Ποιος είχε δίκιο; Ο Καρλής, πάντα ο Καρλής. Μαζί μου ή και με κανέναν άλλο, το ίδιο της είναι.
Ιζόλδη, είναι ωραίο και πολύτιμο πράγμα μια πηγή, μια πηγή άφθονη που ξεχύνεται και τρέχει, με μεγάλα και καθαρά κύματα. Την ημέρα που ξεραίνεται δεν αξίζει τίποτε πεια. Έτσι είναι η αγάπη όταν ξεραθή». Η Ιζόλδη απάντησε: «Αδελφέ, σας κυττάζω, αμφιβάλλω, τρέμω, δεν ξέρω, δεν αναγνωρίζω τον Τριστάνο. — Βασίλισσα Ιζόλδη, είμαι ο Τριστάνος αυτός που τόσο σας αγάπησε.
Εκείνος τον κοίταζε, αλλά δεν έβλεπε πια τα μάτια του. «Η θεία Νοέμι το ’σκασε αμέσως μόλις με είδε! Δε θα με συγχωρήσει ποτέ! Τι σου είπε; Πες μου. Ότι δε θέλει πια να με δει, ότι ορκίστηκε να μην ξαναπροφέρει το όνομα μου; Το ξέρω, αλλά δεν πειράζει. Είμαι ευχαριστημένος που παντρεύεται.
Μ' άκουσε αυτό που ξέρω: Λέγουν ότι στην ένδοξη Αθήνα είνε ντόπιες και όχι ξένες η γενειές, και δυο κακά θα μ' εύρουν! ξένος θαν' ο πατέρας μου και νόθος θαμ 'εγώ. Έχοντας τούτη τη ντροπή, αδύνατος θα μείνω, και θα με λένε τίποτα, χωρίς καμμιάν αξία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν