Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Δυστυχώς το υποδηματοποιείον είχε κλείσει. Επλησίαζεν ογδόη ώρα· δύο ώρες νύκτα. Επέστρεψα εις του Τσαμασφόρου. — Κωσταντή, δεν ηύρα τον ανεψιό μου. Ο μάστορής του έκλεισε από νωρίς. Ήθελα να του πω, να πη χαμπάρι στο σπίτι. Δεν συμφέρει να πάω ο ίδιος εκεί. θα φωνάζουν η αδελφές μου: «Πού θα πας τέτοια ώρα», και τα λοιπά. Μιζέριες γυναικών . . . Ακούς να σου πω; . . . — Λέγε.
Τις δουλιές, την υπακουή, την πάστρα, τη λιγολογιά. Τις δικές της δεν τις σκέφτηκε καθόλου. Ούτε στο παραθύρι βγήκε, ούτε στους δρόμους. Μόνον την πρώτη Κυριακή ζήτησε να βγη για να συνάξη κάτι πράματά της, λέει. Η κυρία Μαχαλά κούνησε το κεφάλι. Πάει! δε θα την ξαναϊδή. Μα η Ασημίνα γύρισε το βράδυ και νωρίς — νωρίς μάλιστα. Και από τότε δεν το πάτησε τα κατώφλι. Έλα Χριστέ και Παναγιά!
Οι κυράδες του ήταν στην εκκλησία και πήγε να τις βρει, αλλά βρέθηκε χωρίς να το θέλει ανάμεσα στον ντον Πρέντου, τον Μιλέζο και τον Τζατσίντο, μπροστά σε κάποιον που πουλούσε κρασί και ξαφνικά είδε τρία κίτρινα ποτήρια μπροστά στο πρόσωπό του. «Πιες, βλάκα!» «Για μένα είναι νωρίς.» «Ποτέ δεν είναι νωρίς για έναν άντρα γερό. Ή μήπως είσαι άρρωστος;»
Όμως η ζωή του Βιζυηνού της μοίρας του είτανε να καταλήξη όλως αντίθετα με ό,τι θα ταίριαζε να της είχε προετοιμάση μια μύηση και μιαν αφωσίωση και στην τέχνη και στην επιστήμη, στην ποίηση και στη φιλοσοφία, που είχε ξεκινήση από νωρίς ορμητικά και ακούραστα και είχε μπη σε δρόμο δαφνόστρωτο.
Έρχεται, πάλε η Κυριακή στο χωριό. Νωρίς γεμίζει η εκκλησιά από κορίτσια, γυναίκες, παιδιά, και άντρες, και γέροντες. Ο δάσκαλος ψέλνει στα δεξιά, και δυο τρία σκολιταρούδια του κρατούν το ίσο. Στ' αριστερά είναι ένας χωριανός και ψέλνει με τη μύτη κι αυτός. Ο παπάς, με το κοντό το ράσο, λειτουργά και θυμιάζει. Οι γέροι, έχουν τα στασίδια τους και κάθονται.
Ένα χέρι όμως άρπαξε από πίσω το καπότο του και σταμάτησε την ομάδα. «Κοιμόσουν κιόλας, Έφις; Κάνε υπομονή. Η Έστερ μου είπε ότι θα φύγεις αύριο το πρωί νωρίς και κατέβηκα.» Πετάχτηκε επάνω και ανακάθισε στην ψάθα, στα πόδια της, που στεκόταν όρθια, ακίνητη, μεγαλόσωμη με το φως στο χέρι.
— Μην τα ρωτάς, παιδί μου . . . Μεγάλη συφορά μου επενέβηκε, ήρχισε να λέγη η Γιαννού. Είτα ανήσυχος ηρώτησε· — Μην είν' εδώ ο κυρ Αναγνώστης; — Όχι, δεν είν' εδώ· τόσο νωρίς δεν έρχεται, είναι στον καφενέ . . . Αχ! θεια Χαδούλα, κ' εγώ έλεγα πώς να κάμω να 'ρθώ στο σπίτι, να σου 'πω τα τρέχοντα . . . — Έμαθες τίποτα;
Διάβαζε με πάθος ό, τι της έπεφτε στο χέρι: Μπαλζάκ, Δουμά, Ουγκώ, Βύρωνα, Σκοτ κι έτσι άρχισε να εκδηλώνεται νωρίς η έφεσή της στα γράμματα. Τα πρώτα της έργα υπήρξαν ποιήματα, αλλά σύντομα εγκατέλειψε την ποίηση για να αφοσιωθεί οριστικά στην πεζογραφία. Το 1886 δημοσιεύει το πρώτο της διήγημα σε μια εφημερίδα του Νούορο και συνεχίζει να γράφει διηγήματα για τον τοπικό τύπο.
Αρρώστησε δηλαδή τόσο νωρίς, ώστε μπορώ να πω πως δεν τη γνώρισα ποτέ δίχως το σπέρμα της αρρώστειας. Πώς όμως έγινε να λησμονήσω τόσον καιρό, ως τα τελευταία, πως η υγεία της είταν κλονισμένη και πως το σπέρμα της αρρώστειας έπρεπε ναναπτυχτή, αν δε χανότανε τέλεια; Πως δε χάθηκε, το γνώριζα καλά. Κι ωστόσο δεν έμαθα ποτέ να βλέπω τη ζωή με άλλο φως, παρά με το συνηθισμένο.
ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Και όμως εγώ δεν εσπούδασα καθόλου και την έκανα αυτή τη φράσι μονομιάς. Σας ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά και σας παρακαλώ ναρθήτε αύριο νωρίς. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Πώς! το καινούργιο μου φόρεμα δε μου τώφεραν ακόμη; Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ Όχι, κύριε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ο καταραμένος αυτός ο ράφτης με κάνει να περιμένω σήμερα που έχω ένα σωρό δουλειές. Μούρχεται να σκάσω από το θυμό μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν