Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Της Νοέμι δεν της άρεσε ούτε το ένα ούτε το άλλο, και όμως, την ώρα που καθόταν στη ζεστή σκιά του σπιτιού, εκείνο το μακρόσυρτο, φωτεινό απομεσήμερο, παρακολουθούσε με τη σκέψη νοσταλγικά το ταξίδι των αδερφάδων της.
Η υπηρέτρια γύρισε στην εκκλησία και κοίταξε μήπως μπορούσε να πει στις κυρίες ότι ο υπηρέτης είχε έρθει, έτσι θα άφηναν ελεύθερο τον παπά Από τη μια μεριά του εξομολογητηρίου όμως στεκόταν η ντόνα Έστερ της οποίας φαινόταν η άκρη από το σάλι να προβάλει σαν μαύρη φτερούγα, και από την άλλη η ντόνα Νοέμι, με την πλάτη πού και πού να τρέμει ελαφρά κάτω από το μαύρο θαμπό ύφασμα και το πόδι της μακρύ και νευρώδες να προεξέχει από το ανασηκωμένο μεσοφόρι.
Η ντόνα Έστερ, αντίθετα, ευνοούσε τα σχέδια του ανεψιού, ενώ η ντόνα Νοέμι, η νεότερη από τις τρεις, χαμογελούσε ψυχρά και κοροϊδευτικά. «Μπορεί να πιστεύει ότι θα έλθει εδώ να κάνει τον κύριο. Ας έλθει, ας έλθει! Θα πάει για ψάρεμα στο ποτάμι......» «Ο ίδιος λέει ότι θέλει να δουλέψει, Νοέμι, αδελφούλα μου!
Κουβέντιαζε με την αδελφή της και έλεγε με καμάρι: «Γιατί τη μέρα πρέπει να την ορίσει εκείνος κι όχι εγώ; Εγώ δεν είμαι καμιά χωριάτισσα για ν’ ακολουθώ τα έθιμα». «Τι ανυπομονησία σ’ έχει πιάσει; Η αγγελία έγινε και σήμερα θα συζητήσουμε για τα υπόλοιπα.» Η Νοέμι ήταν ταραγμένη και ο Έφις την άκουγε που πηγαινοερχόταν μέσα στο σπίτι, ελαφροπατώντας αλλά ανήσυχη.
Ο Έφις ένοιωθε να τον παίρνει μακριά κάτι που έμοιαζε με ορμή του ανέμου: αναμνήσεις και ελπίδες τον ανύψωναν. Περίμενε τον Τζατσίντο, και ο Τζατσίντο ερχόταν τάχα να του φέρει φανταστικά νέα: ότι βρήκε δουλειά, ότι κράτησε την υπόσχεσή του να είναι η παρηγοριά για τις ηλικιωμένες θείες του. Και ότι τάχα ο ντον Πρέντου είχε ζητήσει τη Νοέμι να γίνει γυναίκα του…
Αρκεί να μ’ αφήσουν ήσυχο, εκείνες. Εγώ δεν ήρθα για να τις εκμεταλλευτώ, ούτε να ζήσω εις βάρος τους. Α, η θεία Νοέμι είναι φοβερή!», αναστέναξε ξαφνικά κρύβοντας το πρόσωπο μέσα στα χέρια του. «Α, Έφις, είμαι τόσο πικραμένος!
Το χειμώνα οι κυρίες Πιντόρ δεν βγήκαν από το σπίτι και ούτε έκαναν κουβέντα για το αν θα πάνε στο Πανηγύρι του Ριμέντιο, αλλά όσο μεγάλωναν οι μέρες και το χορτάρι θέριευε στο παλιό νεκροταφείο, τη ντόνα Έστερ έμοιαζε να την κατέχει μια αίσθηση κούρασης, μια ατονία, όμοια με εκείνη που κάθε χρόνο την άνοιξη έκανε χλωμή τη Νοέμι.
Ο Τζατσίντο έτρωγε καθισμένος στο χτιστό πάγκο που είχε διάφορες χρήσεις: τραπεζιού και κρεβατιού. Και εκείνος επίσης πίστευε πως ονειρευόταν. Μετά την ψυχρή υποδοχή που του έκανε η Νοέμι ένοιωσε εκείνο που πραγματικά ήταν, ξένος ανάμεσα σε κόσμο διαφορετικό από εκείνον.
Τα πρόσωπα των αδελφάδων, σκυμμένα επάνω στο χαρτί, γυάλιζαν από τον ιδρώτα της αγωνίας, αλλά η Νοέμι σήκωσε το βλέμμα και είπε: «Εάν εσύ Έστερ, δεν έχεις υπογράψει τίποτε, δεν οφείλουμε να πληρώσουμε τίποτε.
Κεφάλαιο τέταρτο Μια μεγάλη φωτιά από αναμμένα σχίνα, όπως την είχε δει μικρή η Νοέμι, άναβε στην αυλή της Παναγίας του Ριμέντιο, φωτίζοντας τους μαυρισμένους τοίχους του ναού και των καλυβιών τριγύρω. Ένα αγόρι έπαιζε το ακορντεόν, αλλά οι πιστοί, που μόλις είχαν βγει από την παράκληση και προετοίμαζαν το δείπνο ή έτρωγαν ήδη μέσα στις καλύβες, δεν το αποφάσιζαν ν’ αρχίσουν το χορό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν