Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Η γριά την κοίταζε και μέσα στα γυάλινα μάτια της η μοχθηρία έλαμπε όπως το νεανικό της κολιέ γύρω από τον σκελετωμένο της λαιμό. «Λοιπό, τι λέτε ντόνα Νοέμι; Να φύγω ήσυχη κάπως; Θα με βοηθήσετε, έτσι δεν είναι;» «Πηγαίνετε», είπε η Νοέμι με ύφος αλλαγμένο, αλλά η γριά δεν έφευγε γιατί το είχε ρίξει ταπεινά σε ευχαριστίες. «Το φτωχικό μας ήταν πάντα πλάι στο σπίτι σας, όπως η δούλα πλάι στην κυρά.
Έφτασε μπροστά στη Νοέμι και βλέποντάς την αναστατωμένη σταμάτησε, ενώ εκείνη ακουμπούσε βαριά με το ανοιχτό της χέρι στον τοίχο για να μην πέσει, τόσο πολύ την είχαν ταράξει η επιθυμία και ο τρόμος να μιλήσει στον διαβάτη. Εκείνος όμως ρώτησε. «Τι συμβαίνει, Νοέμι;» Κι εκείνη ένιωσε να λιγοψυχά, να θέλει να φωνάξει βοήθεια. «Πρέντου, κάνε μου μια χάρη.
Συνέβηκε όμως κάτι που ξεσήκωσε κουτσομπολιά σ’ όλο το χωριό. Ο Έφις, αν και συνέχιζε να είναι στην υπηρεσία της ντόνας Έστερ και της ντόνας Νοέμι, κατόρθωσε να μείνει σέμπρος στο κτηματάκι, έτσι έφερνε στο σπίτι, στις κυράδες του, το μέρος εκείνο από την παραγωγή που τους αναλογούσε.
Του φαινόταν πως άκουγε ακόμη τις γυναίκες να ξεσκονίζουν χτυπώντας τα έπιπλα, αλλά λες και χτυπούσαν τον ίδιο. Ναι, κάτι τον διαπερνούσε, στη ράχη, στους ώμους, στα πλευρά και στους αγκώνες, στα γόνατα και στις αρθρώσεις των δακτύλων. Και η ντόνα Νοέμι ήταν εκεί, χλωμή, και έραβε, έραβε και με τη βελόνα της του τρυπούσε την ψυχή.
Εκείνη βίασε τον εαυτό της∙ δάγκωσε τα χείλη, ξανάνοιξε τα μάτια και το αίμα ξαναγύρισε για να της βάψει το πρόσωπο, αλλά απαλά, μια ιδέα γύρω από τα βλέφαρα και στα χείλη. Κοίταξε τον Έφις κι εκείνος ξαναντίκρισε τα μάτια της όπως τις τρομερές μέρες, γεμάτα μνησικακία και υπεροψία. Η σκιά ξανάπεσε επάνω του. «Μην παρεξηγείτε που σας μιλάω πρώτος εγώ γι’ αυτό, ντόνα Νοέμι!
Έπειτα, ξαφνικά, συνεχίζοντας τις σκέψεις της, ρώτησε: «Και ο ντον Τζατσιντίνο δεν θα έρθει;» Η Νοέμι πήρε αυστηρό ύφος, επειδή δεν επέτρεπε σε κανένα να ανακατεύεται στα πράγματα του σπιτιού της. «Εάν έρθει, καλώς να ορίσει», απάντησε ψυχρά, αλλά μόλις έφυγε η γριά ξανάπιασε το μίτο των συλλογισμών της. Ζούσε τόσο έντονα το παρελθόν, που το παρόν δεν την ενδιέφερε πια σχεδόν καθόλου.
Είδε τη Νοέμι που έτρεμε και ακούμπησε κι εκείνος το χέρι του στον τοίχο, πλάι στο δικό της.
Θα δουλέψει επομένως: θα κάνει τον έμπορο, όπως ο πατέρας του». «Τότε θα έπρεπε να το είχε κάνει προηγουμένως. Οι συγγενείς μας δεν αγόρασαν ποτέ βόδια». «Άλλοι καιροί, Νοέμι, αδελφούλα μου! Εξ άλλου, τώρα οι κύριοι είναι ακριβώς οι έμποροι. Βλέπεις τον Μιλέζο; Λέει: ο Βαρόνος του Γκάλτε τώρα είμαι εγώ».
Εκείνος τον κοίταζε, αλλά δεν έβλεπε πια τα μάτια του. «Η θεία Νοέμι το ’σκασε αμέσως μόλις με είδε! Δε θα με συγχωρήσει ποτέ! Τι σου είπε; Πες μου. Ότι δε θέλει πια να με δει, ότι ορκίστηκε να μην ξαναπροφέρει το όνομα μου; Το ξέρω, αλλά δεν πειράζει. Είμαι ευχαριστημένος που παντρεύεται.
Τότε, μέσα στα σκοτάδια που τον τύλιγαν σαν να άναψε ένα μακρινό φως: η θέληση να παλέψει με το θάνατο. Ξεσκέπασε το πρόσωπό του και μίλησε. «Ντόνα Έστερ, είμαι καλύτερα. Δώστε μου να πιώ.» Έτρεξαν και οι δυο αδελφές και η Νοέμι η ίδια του ανασήκωσε το κεφάλι και του έδωσε να πιεί. «Μπράβο Έφις! Έτσι είναι καλά. Ξέρεις τι θα γίνει σήμερα;»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν