United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μπορεί να είναι για κάποιο κίτρινο γράμμα που είδα στο χέρι της ντόνας Νοέμι. Η ντόνα Νοέμι το διάβαζε και η ντόνα Ρουθ με άσπρο μαντίλι στο κεφάλι σαν καλόγρια, που σκούπιζε την αυλή, στεκόταν ακίνητη ακουμπώντας στη σκούπα και άκουγε». «Ένα γράμμα; Δεν ξέρεις από ποιόν είναι;» «Όχι, δεν ξέρω να διαβάζω.

Η Νοέμι άνοιξε την ντουλάπα για να ξαναβάλει εκεί το εργόχειρό της και οι μεντεσέδες έτριξαν μες στη σιωπή σαν χορδή βιολιού, ενώ ο ήλιος, τώρα πια χωρίς ακτίνες, έριχνε μια ροζ αναλαμπή στα ασπρόρουχα που ήταν τοποθετημένα επάνω σε ράφια ντυμένα με χαρτί τιρκουάζ.

Κι εκείνος έβλεπε το σπίτι του ντον Πρέντου, με τις ροδιές γεμάτες φρούτα, τους φοίνικες, στα ψαθιά απλωμένα τσαμπιά σταφύλια και χρυσές κολοκύθες. «Η Νοέμι θα περάσει καλά… εκεί… θα τρώει καλά, θα παχύνει, θα δώσει λεφτά στην ντόνα Έστερ για να διορθώσει εδώ το μπαλκόνι. Θα περάσει καλά… Θα είναι σαν τη Βασίλισσα του Σαβά.

Δε σας ζητώ ψωμί∙ εδώ είναι κάτι παραπάνω από το ψωμί: είναι η σωτηρία μιας γυναίκας. Και το παλικάρι θα σας ακούσει, επειδή είναι καλό και λέει: δεν με στενοχωρεί τίποτε άλλο παρά μόνο η θεία Νοέμι που υποφέρει για μένα…. Λοιπόν, θα σας το πω: εκείνος μιλάει πάντα για την αφεντιά σας, και σας αγαπά. Η Γκριζέντα έφτασε στο σημείο να σας ζηλεύει

Εσύ…» δίστασε για λίγο, έπειτα ανέβασε τη φωνή, «μίλησες γι’ αυτό με τον Τζατσίντο; Πες μου την αλήθεια.» «Όχι», είπε ψέματα με σταθερή φωνή: «σας ορκίζομαι, δεν μίλησα γι’ αυτό». «Πιστεύεις τότε πως του το είπε ο ντον Πρέντου;» «Έτσι πιστεύω, ντόνα Νοέμι μου.» «Κάτι ακόμη. Πες μου, γιατί έφυγες;» «Δεν ξέρω. Αυτό σκεφτόμουν την ώρα που μ’ έπαιρνε ο ύπνος.

Η Νοέμι άρχισε να γελά, αλλά με ένα γέλιο ελαφρύ, τελείως διαφορετικό από το προηγούμενο μοχθηρό γέλιο. Φανέρωνε συμπόνια για τον Έφις, συμπόνια για τον ντον Πρέντου, αλλά και ικανοποίηση και γλυκύτητα. Ποτέ, ποτέ ο Έφις δεν την είχε ακούσει να γελά έτσι.

Τότε η Νοέμι άρχισε να γελά, αλλά αισθάνθηκε να της τρέμουν τα γόνατα και μες στην καρδιά ένοιωσε τη φωτεινή ομορφιά του δειλινού: ήταν μια θάλασσα από φως διάσπαρτη με χρυσά νησιά, με έναν αντικατοπτρισμό στο βάθος. Δεν είχε ξαναδοκιμάσει ποτέ μια παρόμοια στιγμή μέθης. Για μια στιγμή μονάχα ο κόσμος είχε αλλάξει όψη.

Χρυσά σύννεφα στεφάνωναν τον λόφο και τα ερείπια και η γλυκύτητα και η ησυχία του πρωινού έδιναν σ’ όλο το τοπίο μια ηρεμία νεκροταφείου. Το παρελθόν κυριαρχούσε ακόμη στον τόπο. Τα ίδια τα κόκαλα των νεκρών έμοιαζαν να είναι τα λουλούδια του, τα σύννεφα το διάδημά του. Αυτό δεν έκανε καμία εντύπωση στη Νοέμι.

Το βράδυ ένας βίαιος παροξυσμός της αρρώστιας του τον εξουθένωσε: ο πόνος τού πήρε τη μιλιά και την ακοή, είδε όμως τον ντον Πρέντου να κοιτάζει τη Νοέμι με δυσαρέσκεια, επειδή ο γάμος είχε οριστεί για την άλλη μέρα και εάν εκείνος πέθαινε θα έφερνε γρουσουζιά στους παντρεμένους ή θα τους ανάγκαζε να αναβάλουν για μιαν άλλη μέρα το γάμο.

Δεν είπε όμως από τι υπέφερε, έτσι κι αλλιώς δεν θα τον καταλάβαιναν. «Σου τις έβρεξε η θεία σου Νοέμι;» «Δε σε φίλησε αρκετά η Γκριζέντα; Ξύλο που της χρειάζεται!», είπε ο Μιλέζος, επαναλαμβάνοντας την κακογλωσσιά της λαίμαργης υπηρέτριας. «Ουφξεφύσησε ο Τζατσίντο ακουμπώντας τους αγκώνες στο τραπέζι για να κρατήσει το κεφάλι με τα δυο του χέρια και καθώς ο ώμος του έτρεμε ο ντον Πρέντου το πρόσεξε και χλόμιασε ελαφρά.