Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Κτύπησε καλά τα πόδια, δυνατά να περπατάνε, 'ς όλες μας ντροπή θε νάνε, αν οι άνδρες μας τσακώσουν και μας νοιώσουν• Τυλιχθήτε όσο παίρνει• στρέφετε κάθε φορά δεξιά κι' αριστερά, κι' όλο γρήγορα τραβάτε μη μας έλθη συφορά. Τώρα στη παληά τη θέσι είμαστε κοντά πολύ, που βρεθήκαμε τη νύχτα για να πάμε στη Βουλή.

Φως μου, το ζαριφλίκι σου σάλλη κιαμμιά δεν τώδα. Την εκτίμησιν, αν όχι τον ενθουσιασμόν του, διά την Πηγήν συνεμερίζετο και η σύζυγός του. Φτωχοπούλα ήτο, αλλά μήπως και αυτοί ήσαν πλούσιοι όταν επάρθηκαν; Φτωχός φτωχήν αγάπησε κι ο Θεός τσευλόγησε. Καλή καρδιά νάνε κιόλα έρχονται δεξιά.

Δε σου τώπα; Θα πάω να δω αν είνε καιρός για διπλοσκάφισμα. — Ο Θεός μαζή σου, μια που δε μ' ακούς. Λες πως δε θα δουλέψης· μα μπορείς τουλόγου σου να πας στα γονικά σου και να μην κάμης κιαμμιά δουλειά, και Λαμπρή νάνε; Ο γάιδαρος περίμενε μπροστά, στην πόρτα στρωμένος, κιο Σιφογιάννης, ενώ τον έλυνε, είπε στην γυναίκα του με λίγο νεύρωμα: — Μα σου τώπα δα, σου τώπα, πως δε θα δουλέψω.

Σαν το σκυλί στο δρόμο. Ας είχα τη γρηούλα κι' ας μούλειπαν τα καλά μου. Τον είχε πάρει το παράπονο. — Αυτά έχει ο κόσμος, είπε ο Καπετάν Βαγγέλης. Όποιο δεν τάχει, ταπογυρεύει. — Το θυμάσαι το Μοσχαδώ; ρώτησε άξαφνα ο Μπαρμπα-Δημητρός. Τα μάτια του γυαλίζανε. Η φωνή του αντρειεύτηκε. — Το θυμάμαι, λέει; Σαν νάνε τούτη η ώρα. — Θεός σχωρέσ' την. Άγια γυναίκα. — Κι' ωμορφούλα, παχουλή, σερπετή.

Ακούς, τι άκουσα να λένε, πως η γρηά η Γκότσαινα, πούνε μάγισσα... — Ξωρκισμένη νάνε, παιδί μου, υπέλαβεν η Αρχόντω! — Μα ακούς, μάνα ... επανέλαβεν η κόρη, επειδή, αφού άπαξ ήρχισεν, ησθάνετο την τόλμην να εξακολουθήση. — Δεν ακούω τίποτα, είπεν αυστηρώς η Αρχόντω. Η κόρη «εποδαιώθη», κ' εσιώπησε.

Κέφι που τώχεις, ευλογημένε! έλεγεν η κυρά Μαριώ, νανουρίζουσα ηρέμα το βρέφος της, — διότι είχε και βρέφος η ευλογημένη. — Κέφι που τώχεις! Δεν πέφτεις να πλαγιάσης, που είσαι κουρασμένος, μόνον κάθεσαι και. . . . Κτύπος δυνατός εις την εξώθυραν διέκοψε της Δημήτραινας την φράσιν και του Δημήτρη την μουσικήν. — Ποιος νάνε τέτοια ώρα! είπεν ούτος, αποθέτων το όργανον του και εγειρόμενος.

Το είχε κομποδεμένο εκείνη την ημέρα, ότι θάρχονταν ο Γιάννης της, χωρίς άλλο, ξημερόνοντας η γιορτή του, κι' από την παραμονή, χωρίς να βγη καθόλου στ' αγνάντια, έσφαζε την παχύτερη της την κόττα, τη ζεματούσε, τη μαδούσε, και την έβανε να βράση, σκούπιζε το σπίτι καλά καλά, έστρωνε την πρόκοβα της τη νυφιάτικη στην κορφή κι' έδενε την σκύλλα στην κρικέλλα, για νάνε όλα έτοιμα το πρωί, και να μην έχη άλλη δουλειά, παρά να πάη μόνο στην εκκλησιά, κι' ούδ' άλλο, κι' ούδ' άλλο.

Κιαφού μπήκε κέσπρωξε την πόρτα, είπε: — Φέρε και κρασί. Ο αγάς μου παράγγειλε να πιούμε και στην υγειά του. — Καλό μουζντέ μάςε φέρνεις, ευλοημένε; είπε η γυναίκα. Δόξα σοι ο Θεός! — Δοξασμένο νάνε τόνομά του! είπε κιο Σιφογιάννης κέκαμε το σταυρό του. — Ο Θεός αλήθεια έκαμε και τον εβρήκα στα καλά του, είπεν ο παπάς.

ΙΩΝ Από τους Αθηναίους ποιός σε πήρε για γυναίκα; ΚΡΕΟΥΣΑ Δεν είνε ντόπιος• ήλθε εκεί από πατρίδα ξένη. ΙΩΝ Ποιός; νάνε κάποιος ευγενής απ' τη γενειά του πρέπει. ΚΡΕΟΥΣΑ Ο Ξούθος, του Αιόλου γυιός, που ήταν γόνος του Διός. ΙΩΝ Και ξένος αφού ήτανε πως πήρε σε την ντόπια; ΚΡΕΟΥΣΑ Υπάρχει πόλις Εύβοια κοντά εις την Αθήνα. ΙΩΝ Λένε πως έχει σύνορα τριγύρω από νερά.

Τι πράμα νάνε αυτό, Αϊγιάννη μ'! Αϊγιάννη μ'! τι πράμα νάνε αυτό! Επανελάμβανεν ο βοσκός, ο γέρω-Αρνάκιας, εις τον άγιον Ιωάννην σ' το Κάστρο, φυλάττων τα προβατάκια του, μη γνωρίζων ότι ο κυρ-Δημάκης, καθώς ήτο λαμπρός αλιεύς των ακρογιαλών την ημέραν, ούτως ηδύνατο να ήναι και την νύκτα. Τότε ιδίως η αλιεία είνε πλουσιοπάροχος, αλλά και πλέον κοπιώδης.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν