Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
— Βρυκολάκιασες πλεια. Δεν σε κολλάει ο ύπνος, θαπώ; Εσύ μ' αυτά τα δέκατα θα ξεμπερδέψης! — Οκτώ χιλιάδες εμέτρησα σήμερα, κυρα-χήρα. Την πρώτη δόσι! Τ' ακούς; τ' ακούω, πες! — Ναι, μα νάχωμαι και νου μας, εξηκολούθησεν η χήρα τηγανίζουσα, το μέτρο είνε μεγάλο. Κατάλαβες; — Και τι ήθελες, κυρα-χήρα; νάνε ξύγκικο;
Διώξε τα 'δώ κάτω τα μοσχάρια γιατί ριχτήκαν στης εληάς τα χαμηλά βλαστάρια. ΚΟΡΥΔΩΝ Ουστ! Ασπρομάλλη! σύρε συ, Κυμαίθα, προς το λόφο Μα δεν ακούς; αι! μα το ναι, τέλος κακό θα σ' εύρη αν δε θα φύγης από 'κεί. Για 'δές, ξαναπηγαίνει. Πού νάνε τάχα η γκλίτσα μου ναρθώ να σε κτυπήσω; ΒΑΤΤΟΣ Κύττα, Κορύδων, προς θεού! ετούτο εδώ ταγκάθι κάτ' από τον αστράγαλο μού τρύπησε το πόδι.
Οι σκύλοι ανεγνώρισαν τον συριγμόν κ' έπαυσαν ευθύς τας υλακάς των. Έμενον όμως εκεί επί τόπου, ατενίζοντες με τους μεγάλους υελώδεις οφθαλμούς των τον Δημήτρην και μόλις τον είδον κινούμενον επανέλαβον τας υλακάς και την επίθεσίν των. — Ρε, αγρίμι νάνε; — Μπα· διαβάτης θα νάνε. — Να μην ένε λύκος; Οι βλάχοι ήρχισαν ν' ανησυχούν τόρα.
Αλλ' ο εξάδελφός της, πληροφορηθείς ότι κάποιος διερμηνεύς κοντός, παχύς, σαν τον Λαλεμήτρον, αλλά Καλομήτρος αυτός καλούμενος, συνώδευεν ανά την Ελλάδα συντροφίαν περιηγητών, οίτινες θα επανήρχοντο μετά την συμπλήρωσιν της περιηγήσεώς των, κατέπεισε την Θωμαήν να περιμείνη ακόμη. — Μπορεί νάνε αυτός, έλεγεν ο καπετάν-Πέτρος, και άλλαξε το όνομά του, για ν' αποφεύγη τους συμπατριώτας του,
Μοναχά το βράδυ βράδυ, Σίντα βασιλεύει ο ήλιος, σίντα ανάβονται τ' αστέρια, Απ' του Κάστρου τα βουλίδια κι' από τα χαλάσματα Λεν πως βγαίνει ασπροντυμένη, σαν Στοιχειό, σαν Φάντασμα. Τι νάνε η λαμπερή φωτιά μέσ' 'ς το βουνό το πέρα Πού πότε πότε ανάβεται και πότε πότε σβυέται; — Αυτήν την ώρα οι πιστικοί τα πρόβατα σκαρίζουν.
Α’ ΓΥΝΗ Α, ώστε, μα τον Δία, τας θέσεις μας θα πάρουμε μπροστά στα Πρυτανεία, κάτ' απ' το βράχο της Πνυκός. Η ΓΥΝΗ εισέρχεται κρατούσα ηλακάτην και νήθουσα μαλλίον. Την ώρα να μη χάνω, πήρα και τούτα τα μαλλιά μέσ' στη Βουλή να ξάνω. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ εν οργή. Γεμάτη νάνε η Βουλή και λόγου της να ξαίνη;! — τι λες, δυστυχισμένη;
ΑΜΥΝΙΑΣ Θηριό; μα και τι θέλεις νάνε άλλο, που μέρα, μήνας και καιρός περνάει κι' όλω το χρήμα, δος του και γεννάει; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Λαμπρά! για πες μου: είνε τώρα τα νερά της θάλασσας περσσότερ' απ' άλλη φορά; ΑΜΥΝΙΑΣ Μα το θεό, η θάλασσα είν' ίση• δεν είνε δίκηο πράμα ν' αυγατίση. ΑΜΥΝΙΑΣ Μ' αυτό είνε πολύ μεγάλη προσβολή!
Αφού ησύχασε μου λέγει: — Ήκουσες, Γιώργο μου, είντα σούπα; Να κάμης κατά πως σ' αρμηνεύγει η μάνα σου. Αυτή κατέει καλλίτερα το καλό σου και θέλει το καλό σου περισσότερο από κάθε άλλο. — Κιαπό τουλόγου σου; — Κιαπό μένα, είπε αποφασιστικά το Βαγγελιό. Δε σούπα πως η δική μου αγάπη δε μπορεί νάνε για καλό σου; — Και μου λες να μη σ' αγαπώ μπλειο;
Κ’ ύστερ' από μιαν ώρα ακόμα θυμούμασταν τη μορφή και τα λόγια του Μπάρτζου και γελάγαμε. — Γιατί παραξενεύεστε; λέει ο Γκιτρίμης, πόσ' είνε τέτοι' έδ' απάν'! — Μπορεί νάνε, μα όχι τόσο σαν τούτον λέει ο Αρβανίτης. — Και χειρότερ' ακόμα, ξαναλέει ο Γκιτρίμης. Πού να εδήτε τον Κώστα Θόδωρο, εδώ δα, στην Ποσβάλα! Εγώ δεν τον είδα, μα όπως μου μολόγησαν. Είν' ενενήντα χρονών άνθρωπος.
Ο Πτολεμαίος για σεβασμό στη μνήμη των γονιών του, έκτισ' ευωδιαστούς ναούς για δόξα και τιμή τους και με στολίδια ολόχρυσα, στολίδια ελεφαντένια έχει γεμίσει τους ναούς, νάνε βοήθεια σ' όλους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν