United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πολλά τα έτη στόνομά σας, απολογιέται ο χωριανός. — Βλέπεις; δε σου τόλεγα πως είστε Έλληνες; γυρίζει και λέει του Σφακιανού. Έτσι το είπε κι ο Ευριπίδης. «Ω φως, προσειπείν γαρ σον όνομ' έξεστί μοι». — Μα να βρούμε και το σπίτι του Προεστού, του κάνει ο Σφακιανός. — Ποιανού; του Καπετάν Αλεξαντράκη; πετιέται, και λέει ο χωριανός. Εγώ να σας πάω.

Μ' αφτούς τότε έσμιξα κι' εγώ σαν έφτασα οχ την Πύλο, πέρα από τόπο μακρινό, τι μ' έκραξαν μονάχοι. 270 Και πολεμούσα τότε εγώ στο μέρος τα δικό μου· όμως δε θρέφει τώρα η γης θνητό που θα μπορούσε να βγει μ' εκείνα τα θεριά. Τέτιοι ήρωες εμένα στις συβουλές μου πρόσεχαν, τα λόγια μου αγρικούσαν. Μα λέω ακούστε με κι' εσείς και δε θα μετανιώστε.

Μα το παιδί με κράτησε: — Γιατί ρουχαλίζει έτσι η μαμά; είπε. Κοκκίνησε, σα να είπε κάτι που δεν έπρεπε, και δοκίμασε να γελάση χωρίς να το κατωρθώση. — Έτσι ακούγεται η πνοή του ανθρώπου όταν πεθαίνη, είπα. Το παιδί δεν έβαλε τα κλάματα. Κούνησε μόνο το κεφάλι και κοίταξε αλλού. — Το περίμενε όπως και γω, συλλογίστηκα. Και την ίδια στιγμή είδα πόσο μικρός και πόσο μεγάλος είταν ο Ούλοφ.

Καλά είμαστε όπως είμαστε. Το κράτος είναι τσιφλίκι μας». Ναι, βέβαια, κρίμα είναι, μα τι να γίνει που υπάρχουν; Ο διάβολος δεν τους θέλει. Λοιπόν να μείνει το κράτος ήσυχο απ' αυτούς με κανένα τρόπο δε γίνεται. Τι εμποδίζει όμως αυτό να είναι το κράτος, κράτος αληθινό; Εμποδίζει πολύ.

Τι θέλεις, Γιώργη μου; Μα τα μάτια εκείνου ήτανε καρφωμένα στο πάτωμα, δίπλα στο τραπέζι που κοίτονταν κουλουριασμένη η Εληά. Έκανε να παίξη τα χείλη του σαν νάθελε να της φωνάξη. Ύστερα γύρισε κατά τον Βαγγέλη: — Κανένα κόκκαλο! είπε τραυλίζοντας. Είνε μέρες νηστικό το κακόμ... — Ωχ! παραμιλάει! είπε η Ασημίνα. — Το κακόμοιρο! απόσωσε το λόγο του ο Γιώργης.

Μια όμως και προβάλανε στη μέση ο Λικίνιος και ο Μαξιμίνος, κι' ανταμωθήκανε στο Βυζάντιο, που μόλις το πήρε ο Μαξιμίνος κ' ήρθε και το ξανάρπαξε ο Λικίνιος , τι προκοπή μπορούσε να δη η δύστυχη η πόλη! Μόνο που δεν ξολοθρεύτηκε πάλι ολότελα. Πάσκισε μάλιστα ο Λικίνιος να την οχυρώση και να την κάμη ανίκητη. Την οχύρωσε, μα ολότελα ανίκητη δεν την έκαμε. Την είδαμε την τύχη της στα 323.

Ο φλογόθωρος κρόκος ψήλωνε το κεφαλάκι του μέσ' από τη χλόη για να την κυττάξη. Γι' αυτήν ο λεπτόκορμος νάρκισσος μάζευε τη δροσερή βροχή κ' οι ανεμώνες ξεχνούσαν τους Σικελικούς ανέμους που τις έκαναν κόρτε. Μα μήτε ο κρόκος, μήτε η ανεμώνη, μήτε ο νάρκισσος ήταν τόσο όμορφα όσον ωραία ήταν αυτή. Είναι κάτι τι παράξενο αυτή η μεταβίβασις της συγκινήσεως.

Αυτούς εννοώ αν κανείς έως τόρα τους εσυλλογίσθη και ερώτησε τον εαυτόν του πόσα κάμνουν, και αν άλλος μεν ενόμισε ότι κάμνουν ένδεκα, άλλος δε δώδεκα, ή όλοι λέγουν και νομίζουν αυτούς ότι κάμνουν δώδεκα; Θεαίτητος. Όχι μα τον Δία, αλλά παρά πολλοί τους νομίζουν ότι κάμνουν και ένδεκα. Εάν μάλιστα δοκιμάση κανείς με μεγαλειτέρους αριθμούς θα κάμη μεγαλείτερον λάθος.

Ας είνε, τότε είπα, επειδή κανείς από λόγου σας δεν ευρίσκεται να μείνη, το λοιπόν εγώ θέλω να θυσιασθώ διά λόγου σας, επειδή και με κάθε τρόπον μέλλω να χαθώ. Όλοι εχάρηκαν διά την απόφασίν μου· και ο Καπετάνιος έδειξε τάχα πως ελυπείτο εις το να με αφήση· μα τον εκατάλαβα ότι είχε περισσότερην χαράν πως ήθελεν έβγει από εκείνον τον κίνδυνον, παρά θλίψιν διά τον χαμόν μου.

Μου ήρθε να ορκιστώ τότε στο όνομά της, πως θα κάνω κάτι για το γένος μου· και μόνον αργότερα συλλογίστηκα πως δεν μπορώ να κάμω, παρά μόνον ό,τι μ π ο ρ ώ, και τότε χάθηκα στην απελπισία της αδυναμίας μου και ήμουν κατάκαρδα κουρασμένος. Γεμάτο πίκρα είναι το πρώτο αντίκρυσμα της Πόλης. Μα ο πλούτος της βράζει μέσα μου. Πού είναι η φτώχεια και ξεραΐλα που μ' έδερναν τις περασμένες, όταν ταξίδευα!