United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέτοια όμως μακρινή και φουρτουνιασμένη βασιλεία πάντα σε κάμνει και θαρρείς πως κάθε της περιστατικό, και μάλιστα λυπητερό, είτανε σα γραμμένο της. Το θλιβερό ιστορικό που μας έρχεται στ' αλήθεια σα μαυρίλα στην ιστορία του Ιουστινιανού είναι τα κακά στερνά του Βελισάριου.

Αλλ' ενώ κατ' αρχάς εφάνη ότι θα υπερίσχυεν ανατολικός άνεμος, ο γραίγος, ότε θα κατευωδούτο εις την νήσον του ο καπετάν-Φώκας, αίφνης μαυρίλα πυκνή σχηματίζεται προς δυσμάς.

Μου ξάνοιγε τα φορέματα κ' εύρισκε η βροχή καιρό και τόπο να με προυχάη όπου της βόλειε. Άρχισα να τρεμουλιάζω από το κρύο που με σήκωνε. Μ' εφόβιζε κ' η θεομηνία. Μ' έσκιαζαν και τα κλαριά γύρα που μώμοιαζαν 'ςτή μεγάλη μου παραζάλη, 'ςτή φοβερή μαυρίλα και 'ςτο άναμμα του τρικυμού, με κακούς ανθρώπους, με φαντάσματα, μ' ίσκιους. Φώναξα του ξαδερφού μου. Ούτ' εγώ δεν αγροίκησα τη φωνή μου.

Όλες αυτές η εμορφιές, όλ' αυτά τ' αγαθά σαν να σε προσκαλούσαν να ζης, σαν να σου λέγαν να λησμονής κάθε βάσανο και κάθε λύπη. Αλλά ο ναύτης με τη μαυρίλα της συμφοράς, με το βαθύ σκοτάδι στην καρδιά του την πληγωμένη, ήταν αναίσθητος στην γοητευτικήν εικόνα και αν ετύχαινε να έρθη στο σκοτισμένο του μυαλό καμμιά ιδέα, ήταν και αυτή απελπιστική.

Είπε και δίστομ' έσυρε χαλκόβαπτο μαχαίρι και με κραυγήν τρομακτικήν επάνω του επετάχθη· 80 και, 'ς την στιγμή 'που χύθ' αυτός, ο θείος Οδυσσέαςτο στήθος βέλος του 'ριξεν εις το βυζί πλησίον, και μες το σκότι πέρασε τ' ορμητικόν ακόντι. την μάχαιρα απόλυσε κ' έπεσε κυρτωμένος τρικλίζονταςτην τράπεζα, και τα φαγιά κ' η κούπα 85 χάμαι σκορπίσαν· εις την γη το μέτωπό του εκτύπα, οδύνην είχετην ψυχή κ' έσπρωχνε το θρονί του με τα δυο πόδια, και άπλωσετα μάτια του μαυρίλα.

Η πρώτη αυτή αποτυχία αυξάνει τους φόβους του και ταράττει την ένοχον συνείδησίν του· ο Κλαύδιος καθαρά βλέπει ότι ο Αμλέτος κάτι μέσα τρέφει, οπού η βαθειά κλωσσά μαυρίλα της ψυχής του. και, όταν ανοίξη και πτερώση αυτό, φοβούμαι μη κίνδυνον μάς φέρη. και χωρίς να χάση καιρόν αποφασίζει να τον στείλη εις την Αγγλίαν, βεβαίως με τον απόκρυφον σκοπόν να τον παραδώση αυτού εις άφευκτον θάνατον.

Μα με τι χέρια και με τι ψυχή; Ετρομπάραμε καμμιά ώρα κ' έπειτα έναςένας τις αφήσαμε μάρμαρο κ' εξαπλωθήκαμε στο κατάστρωμα. Επλάκωσεν ως τόσο η νύχτα. Και τι νύχτα; χειρότερη και τρομερώτερη από τις άλλες. Μαυρίλαπίσσα. Κόλαση σωστή. Ούτε άστρα στον ουρανό, ούτε φανός στη θάλασσα κανένας! Τα σημάδια της καλοσύνης έσβυσαν ένα με το άλλο.

Βαθειά, βαθειά 'ςτόν πάτο Της γης, μέσα 'στά Τάρταρα Απλόνονται αντάρα. Κι' όλο μαυρίλα 'φαίνονταν, Τι φρίκη! . . . Τι τρομάρα! . . . Και μια βοή — 'σάν ποταμιούΑκούω εκεί κάτω. Θόρυβος μέγας γίνονταν, Και ταραχή μεγάλη. Ακούω μαύρους στεναγμούς, Ακούω μοιρολόγια. Ακούω και κλαψήματα, Και λόγια, πόνου λόγια. Κι' ανατριχίλα μ' έπιασε! Και μ' έπιασε μια ζάλη! Κυτάζω· 'σάν τα Τάρταρα Ήταν βαθειά.

Μην κάνεις έτσι Αννούλα μου, παιδί μου. Θα περάση, δεν είναι τίποτα. Είναι της φαντασίας σου. ΑΝΝΟΥΛΑ. Όχι! όχι, δεν είναι της φαντασίας μου. Να, άκου, άκου! Από κει είναι, από κει. Σηκώνεται ύστερα σιγά σιγά και προχωρεί φοβισμένη στο παράθυρο. Να, να! γλυστρά, αυτή η μαυρίλα, γλυστρά πάνου στο δρόμο, και μουγγρίζει, ακούτε πώς μουγγρίζει; — και προχωρεί προς τα εδώ, όλο προς τα εδώ.