Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Μα το αθάνατο νερό από τότε δεν εξαναφάνηκε. Μόνον δύο φορές τον χρόνο, στην πρώτη Ανάστασι και του Σωτήρος, την ώρα που ανοίγουν τα Επουράνια, ο βράχος ρίχνει, δώρον ακριβό από μία στάλα στη γη. Αλλά κανείς δεν την βλέπει. Πολλοί πηγαίνουν και ξενυχτούν μέσα στη σπηλιά, καλόγηροι και λαϊκοί, άντρες και γυναίκες, με τα μαντήλια στο χέρι και τα μάτια κολλημένα στου βράχου το μακαριστό μαστάρι.

Οι κοπέλλες της Σκιάθος από τα παράθυρα και τις πεζούλες στα ψηλώματα, με τα ωραία μαλλιά, γυιαλιστερά και κατάμαυρα από το χόχλο, με τα μαύρα παιχνιδιάρικα μάτια, κουνούσαν με γέλια τα μαντήλια, αποχαιρετώντας τον καπετάνιο. — Ο Μοναχάκης ο περήφανος μαθές που δε σήκωνε τα μάτια...

Ξέσπασαν όλοι στα γέλοια· ο δήμαρχος, οι παπάδες, οι ψαλτάδες, ο λαός όλοι γέλασαν με την καρδιά τους. Οι γυναίκες γύρισαν τα μούτρα τους αλλού, χαχάνισαν κ' εκείνες πίσω από τα μαντήλια τους.

Κ' εις αυτούς έψαλν' ο λαμπρός αοιδός και αυτοί καθόνταν 325 ήσυχα και άκουαν κ' έψαλνε των Αχαιών την μαύρην απ' την Τρωάδ' επιστροφή, που 'χε προστάξει η Αθήνη. και από τ' ανώγι απείκασε το θείον άσμα εκείνου, η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου, και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της κατέβη• 330 μόνη όχι, δυο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν• και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις, της καλοκάμωτης σκεπής σιμάτον στύλο εστάθη, 'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια• κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε• 335 και προς τον θείον αοιδόν δακρύζοντας αυτά 'πε•

Και κάθε μια βάρκα που γέμιζε, ξεκινούσε αγάλι' αγάλια με τραγούδια και φωνές, με μαντήλια στον αέρα, με κουνήματα κεφαλιών και χεριών ξεκινούσε, μα ξαναγύριζε πάλι να πάρη κάποιον ακόμα, που ξεχάστηκε μέσα στα δάκρια, κι αφού τον έπαιρνε κι αυτόν ξεκινούσε γλυστρώντας αγάλι' αγάλια στην αρχή στα κυματάκια της θάλασσας, κι έπαιρνε παραπέρα γοργό δρόμο κι έπαιρνε φτερά και κολλούσε στου βαποριού τα πλάγια.

Άσπριζε η εξοχή από τ' άσπρα μαντήλια των κοριτσιών που φορούσαν στο κεφάλι για τον ήλιο, έφερνε στα φτερά του το μυρωμένο αγέρι στιχάκια αγάπης και καημού από τα τραγούδια των τρυγητών: Ψηλά την χτίζεις τη φωλιά και θα λυγίση ο κλώνος και θα σου φύγη το πουλί και θα σου μείνη ο πόνος...

Να ξανασάνη η αργατειά, κι' η ώμορφαις θερίστραις Να βγάλουν τα μαντήλια τους να δείξουν τοις θωριαίς τους, Να ταις γνωρίσω από μακρυά, να ιδώ πού νάναι η Πούλια Η Πούλια η αγάπη μου με τα γλυκά τα μάτια· Να καρτερέσω ολημερίς, ως που να πάρ' η νύχτα, Να πάητην βρύσι για νερό, 'ς την αργατειά να φέρη, Να την ευρώ κατάστρατα να την γλυκοφιλήσω, Και να της 'πω τον πόνο μου, τον πόνο της καρδιάς μου.

Κ' οι καπετανέοι μας, πού είν' οι καπετανέοι μας με τις χρυσές καδένες και τα μεταξωτά μαντήλια; Κάθονται στον καφενέ κι' αγναντεύουν το πέλαγο. Άλλοι γένηκαν μπακάληδες κι' άλλοι μπαλωματήδες να βγάλουν το ψωμί τους. Ψωμί, ψωμάκι! Κ' οι καπετάνισσες, πούνε οι καπετάνισσες, με τα μεταξωτά και τα χρυσάφια; Φουστάνι δεν έχουνε να παν στην εκκλησιά.

Στο γιαλό οι σωροί των γυναικών τόρα, ένας κύκλος μεγάλος, σωριασμένες εκεί στην ακροθαλασσιά, χωρίς αναπνοή, χωρίς ένα κούνημα, μαρμαρωμένος, άπλονε βουβός κι αμίλητος αμέτρητα μαντήλια προς το βαπόρι. Από τα μαύρα πλευρά του βαποριού, που ολοένα χάνουνταν πέρα προς τ' ανοιχτά, άλλα μαντήλια απλόνουνταν και σειώνταν κι άσπριζαν για ύστερο χαιρετισμό.

Η ακρογιαλιά άπλονε στενή κατάμακρη λωρίδα, άσπρη από τον κουρνιαχτό, και τα μαγαζάκια και τα καφενεδάκια της γέμιζαν από κόσμο που δροσίζουνταν στην καλοσύνη της βραδιάς. Τα μπαλκονάκια αραδωτά είταν γεμάτα από τ' ανοιχτόχρωμα φορέματα κι από τ' άσπρα μαντήλια των λιγερών. Στην άκρη της θάλασσας σωριάζουνταν στη γραμμή αμέτρητα κρασοβάρελα που τα περίχυνε και τάπλυνε το κύμα.

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν