Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
μου 'πάγωσ' όλο το κορμί πειότερο κι απ το χιόνι κ' έσταζ' ιδρώτας άφθονος από το μέτωπό μου σαν τη δροσούλα της νοτιάς, κ' εκόπηκ' η φωνή μου και δε μ' απόμεινε φωνή μηδ' όση έχει το βρέφος που ψιθυρίζοντας καλεί τη μάννα του στον ύπνο· κ' ενέκρωσαν τα μέλη μου σαν της κερένιας κούκλας. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.
Ο παππά Συνέσιος εσηκώθηκε ανυπόμονος και η μάννα του ετραβήχθηκε. Επεριπάτησε ταραγμένος στην κάμαρα για κάμποση ώρα, έπειτα κοντά τα μεσάνυχτα, ετυλίχτηκε σ' ένα χονδρό σάλι, άνοιξε την πόρτα του ηγουμενιού και κατέβηκε κάτω.
Τρίκλωνο δέντρο, που τόρριξε το ποτάμι και το συνεπήρε, κι αφήκε την άχαρη αυτή ρίζα. Μήτε βογκητό δεν ακούγω! μήτε μάννα δε φωνάζουν πια τα χειλάκια τους! Έχουνε δεν έχουνε μάννα, το ίδιο τους κάνει τώρα.
Επειδής ο πλησίος, ο γείτονάς σου, είνε αδελφός, με το να έχη ένα πατέρα, τον Θεόν, και μία μάννα, την γης, ήγουν θα πη πως είνε σαν αδερφός σου, σωστός αδερφός σου. Και τι λέγει πάλιν; Ό συ μισείς ετέρων μη ποιήσεις. Εταίρος, μου έλεγε ο Λογιώτατος ο γυιος μου, εταίρος θα 'πη σύντροφος, φίλος.
— Μάννα, λέω! εφώνησε παρατείνουσα την φωνήν της η Δεσποινιώ, καλούσα δήθεν την άφαντον μητέρα της, ήτις ελαφρά βαδίζουσα πάντοτε προηγείτο. — Θειά-Ζωίτσα! εφώνησε και η Σοφούλα, μάλλον λεπτύνασα την φωνήν της, επί το αστειότερον. Και επανέλαβεν η πρωινή ηχώ μέσα εις το βαθύ σπαρτόν. — Θειά-Ζωίτσα!
Τα παιδιά την έβλεπαν ακίνητα, με αγάπη. Σε λίγο μπήκε ο γαμπρός της· δουλευτής άνθρωπος εφαινότανε· εφίλησε το χέρι της γιαγιάς και είπε σιγά της γυναίκας του. — δεν είνε καθόλου καλά η μάννα . . . Σε λίγο από το διπλανό σπίτι ακούστηκε λεπτή γλυκειά φωνούλα να ψάλλη «Χριστός γεννάται». Η κόρη πήγε να κάμη καφέ της μάννας της.
"Δος τηνα, μάννα, δος τηνα την Αρετή στα ξένα, Στα ξένα 'κει που περβατώ, στα ξένα που πηγαίνω, Νάχω και γω παρηγοριά, νάχω και γω κονάκι.„ "Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, κι άσκημ' απηλογήθης.
— Βρε παιδί μου, του έλεγε συχνά· δεν πιάνεις και συ να διαβάσης λιγάκι· τι προκοπή θα κάμης με τα παιγνίδια σου;... — Ας το, μάννα, το διάβασμα να χαθή! της απαντούσε βαριεστισμένος. Βιβλία είνε τούτα ή ψυχοβγάλτες! Γράμματα — σκοντάμματα· δεν τόχεις ακουστά; Εκείνη στεκότανε συλλογισμένη και δίβουλη. Δεν ήξερε από τέτοια. Στο πατρικό της μόνον την κυβέρνια του σπιτιού έμαθε.
Εγώ σε πρωταγάπησα, κόρη μου, σαν πρωτώρθες θέλοντας με τη μάννα μου λαλέδες να μαζέψης απ' το βουνό, κ' εγώ μπροστά σας έδειχνα τη στράτα. Αχ! από τότε λαχταρώ και θέλω να σε βλέπω και δεν μπορώ να κάνω αλλοιώς· μα δε σε νοιάζει εσένα.
Δέξου χαλκό και μάλαμα που πλήθος θα σου φέρει 340 να μ' αγοράσει η μάννα μου κι' ο δύστυχος πατέρας, και σπίτι πίσω δώσ' τους το το λείψανο, που μέσα να μου το κάψουν στο καστρί οι Τρώισσες κι' οι Τρώες.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν