Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
Και μήπως δεν το βλέπω πως είναι παραμύθια; Παραμύθια φερμένα και ποιος ξέρει από πού; Από την Εβρώπη; Και τα πιστέβω; Φτάνει πια. Πρέπει να φανώ άντρας. Τι; δεν το κατώρθωσα ακόμη να τα ξεφορτωθώ, να τα ξετινάξω αφτά τα παιδιακήσια που είναι ντροπή; — Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς... Μου έμαθε η μάννα μου να το λέω.
Πού όμως τηγανήτες, που τους έβλεπα τους Τούρκους να βάζουν τη Λενιώ στο σακκούλι τους και να φεύγουν! Ξημέρωσε ως τόσο, και τοιμάστηκε η μάννα μου να πάη να δη και κείνη την Καλαφάταινα. Του κάκου την παρακάλεσα να με πάρη και μένα. Μ' άφησε κλαμμένο κι απαρηγόρητο, που δεν μπορούσα, να τη δω τη Λενιώ. ΣΗΜ. Εδώ δηγάται κι άλλα ο Γεροδήμος, που δε φαίνουνται και πολύ σπουδαία, ώστε ταφίνουμε.
Και σαν εκείνο ανίδεα κι αδιάφορα στέκανε γύρω τα δέντρα, τα χαμοκλάδια, τα λούλουδα και παραπίσω ψήλωναν τα βουνά και παραπάνου ο ήλιος, άγουρος αγκάλιαζε τα πάντα — Σαν φτάσης στα κρύα νερά και τα πολλά τα δάσα μη μας ξεχνάς, Ζαφείρω μου. — Όχι, μάννα μ'! .. . όχι, μάννα μ'!... — Σα μπαίνης πρώτη στο χορό και σα γλεντάς στην τάβλα, μη μας ξεχάσης, θύγω μου. — Όχι, μάννα μ'!... όχι, μάννα μ' ...
Είναι νόμος ιστορικός· όσο προδέβει, όσο προχωρεί και φωτίζεται ένα έθνος, τόσο περισσότερο καλλιεργεί, πλουτίζει και σέβεται τη δημοτική του γλώσσα, τόσο περισσότερη διαφορά έχει αφτή η γλώσσα με την αρχαία που τη γέννησε· το παιδί χωρίζεται από τη μάννα του, γιατί μπορεί να περπατήση μοναχό του. Ο νους μεγαλώνει· υψώνουνται οι ιδέες· η γλώσσα γίνεται ανεξάρτητη και κείνη.
Σκοπός του είτανε να πάη στ' Αποδούλο, χωριουδάκι του Αμαριού, και να ξετρυπώση μια φαμελιά που σε κείνα τα μέρη έπρεπε ακόμα να σώζεται. Έπρεπε να βρεθή της Κυρίας Μπάρτλεης η μάννα κι ο πατέρας ή τουλάχιστο κάποιος της συγγενής. Σα δύσκολο πράμα να γυρεύης, λέει, τη ρίζα και τη φύτρα μιανής Μπάρτλεης στ' Αποδούλο της Κρήτης!
Κι ο στεναγμός μαζί με το στοχασμό του τον αλάφρωσαν για καλά. Είχε την πεποίθηση πως η μάννα του επλάσθηκε κ' ήταν αληθινά αθάνατη. Ούτε αρρώστια, ούτε φόνος, σκοινί — παλούκι, ότι κι αν μεταχειρίζονταν τα παιδιά της είτε οι ξένοι εναντίον της, ήταν ικανά να την πεθάνουν. Αν πέθανε τώρα, δεν ήταν αίτιος αυτός, όχι. Αυτός σε τίποτα δεν έφταιγε.
Και τόση ώρα. να μη μου το λες! Και να μην τονε διώχτης με τις φωνές σου, μόνο να του λες και για προξενειές! Αθεόφοβη, αθεόφοβη! και τι κακό θα μας έβρη αν τακούση κι ο κόσμος. Αρετ. Ήθελα, μάννα, μα δεν κοτούσα να τονε διώξω, γιατί — να, τονε σπλαχνίζουμουν. Τα λόγια του είταν άκακα, πονετικά· γιατί εγώ να του πικρομιλώ; Μα πάλι ούτε του γλυκομίλησα. Στη μάννα μου του είπα να πάη. Δέσπω.
Από το χέρι μας τίποτις άλλο δε βγαίνει. Κοιμητήριο της Αγιά Μαρίνας. Νύχτα. ΔΕΣΠΩ, ύστερα ΣΥΝΕΣΙΟΣ. Και που να βρη μάννα του παιδιού της την πλάκα σε τόσα νιαρόστρωτα μνήματα και με τέτοιο σκοτάδι! Πλάγι σταδερφάκια του είπα να τονέ βάλουν, εκείνα θα μου πουν πού είνε ο Κωσταντής μας. Αχ, Σαράντη μου και Θανάση, άχαρη και κρύα συντροφιά που την έχετ' απόψε!
— Μοναχός σου ήλθες; πού είνε η μάννα μου; — Στην Παναγιά. — Στην Παναγιά; Κ' ο Αγαλλάκης; — Κι' ο Αγαλλάκης μαζί. Κάνουν αγρυπνία. — Αγρυπνία; — Να, ολονυχτιά. — Ποιος την κάνει; — Κάτι νεοφερμένοι καλόγεροι. — Καλόγεροι; — Να, άνθρωποι με ράσα. — Απ' το μοναστήρι ήλθαν; — Όχι, είνε άλλοι. Ήλθαν τώρα γρήγορα. Κάθονται στον ·Άι- Θανάση. — Στον Άι-Θανάση; — Ναι. Πλειότερα δεν ξέρω.
— Τι σ' έκαμε και ξέπεσες ως εδώ, τονε ρώτηξα μια φορά. — Τι σ' έκαμε κ' ήρθες του λόγου σου! Να! τύχη γύρευα κ' ήρθα. — Και πότε λες να ξαναγυρίσης να τους δης τους δικούς σου; Είμουν πέντε χρόνια ξενιτεμένος σα συχωρέθηκε η μάννα μου· πατέρα δε γνώρισα. Ταδέρφια μου σκορπιστήκανε δω και κει, και πια δεν τάκουσα. Τι να πάω να κάμω εκεί τώρα! Εμένα οι δικοί μου είνε τώρα εδώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν