United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα με καιρό τους μίλησε ο θαρρετός Διομήδης «Γέρο, η περήφανη καρδιά μες στ' άφοβα μου στήθια 220 μου λέει, εγώ ως μες στων οχτρών τους λόχους να ζυγώσω Μα αν γίνεται κι' άλλος κανείς ναρθεί μαζί να πάμε· πιο συντροφιά, και πιότερο για τη δουλιά το θάρρος.

ΠΡΟΣΠ. Την ελησμόνησες· πού εγεννήθηκε; μίλησε, λέγε μου. ΑΡΙΕΛ. Κύριε, εις το Αλγέρι. ΠΡΟΣΠ. Α! αυτού εγεννήθηκε; Πρέπει κάθε μήνα να σου ιστορώ ποίος ήσουν άλλη φορά, γιατί το λησμονάς.

Αφτοί σαν είδαν τη Λενιό π' ανέβαινε τον πύργο, μίλησε ο ένας τ' αλλουνού αγάλια αγάλια κι' είπε 155 «Όχι! για πλάσμα σαν κι' αφτή δεν είναι κατηγόρια τόσον καιρό που σφάζονται οι Δαναοί κι' οι Τρώες! Αλήθια αθάνατη θεά λες είναι σαν τη βλέπεις.

Η ψυχή τους ολόκληρη πετούσε πάνω στη γλώσσα τους, άκουε μέσα στ' αυτιά τους και σπιθοβολούσε στα μάτια τους. Κι' όπως ήσαν Γερμανοί, μείνανε πολύ στο τραπέζι, περιμένοντας τον αιδεσιμώτατο πατέρα της επαρχίας. Κι' ο διοικητής μίλησε ως εξής τον αγαπημένο του Αγαθούλη. &Πώς ο Αγαθούλης σκότωσε τον αδερφό της αγαπητής του Κυνεγόνδης&

Έτσι είπε, κι' όλοι κόμπιασαν και σα βουβοί σωπούσαν. Ώρα πολλή είταν ήσυχοι με σπλάχνα μαραμένα, 30 μα με καιρό τους μίλησε ο θαρρετός Διομήδης «Τ' Ατρέα γιε, παραλαλείς, και θ' αντικρούσω εσένα πρώταμε λόγο, έτσι σωστάκι' αφέντη, μη θυμώσεις. Το θάρρος πρώτα μούβρισες σ' όλους μπροστά, και μούπες είμαι κιοτής κι' απόλεμος· μα αν είμαι, εδώ οι Αργίτες 35 το ξέρουν όλοι, γέροι νιοι.

Είταν παραμονή της πρωτοχρονιάς εκείνη τη βραδειά, κι' η γυναίκα άλλο από λίγο ψωμί αραποσίτικο δεν είχε και στενοχωριώταν. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα κι' ένα παλληκάρι, μίλησε κρυφά με τη γυναίκα, βγήκε έξω στην αυλή, έπιασε ένα πετεινό, τον έσφαξε και σένα κομμάτι ώρας τον έβαλαν στη χύτρα να βράση.

Μα στο δρόμο που πηγαίναμε, μιλήσαμε πολλές φορές για το μεγάλο μας αγόρι, που για πρώτη φορά μίλησε κ' αιστάνθηκε σαν άντρας. Ο άγγελος του θανάτου πέρασε και τη φορά αυτή έξω από το σπίτι μας, τα φτερά του όμως μας αγγίξανε, σε τρόπο που το άγγισμα αυτό να δώση για καιρό τον τύπο του στη ζωή μας. Ωστόσο, η ευτυχία γύρισε ακόμα μια φορά στο σπίτι μας, μετριασμένη όμως και σοβαρότερη.

Είπε, κ' η Ευρύκλεια θρήνησεν, η αγαπητή βυζάστρα, και κλαίοντας του μίλησε με λόγια πτερωμένα•

Πώς έγραψε πρώτα της Λέλας, να την παρακαλέση, γιατί ξέρει πως είμαι καλός και δεν μπορεί πια να ζήση, αν είναι να μην ξανάρθη... Και δεν τέλειωνε το γράμμα. «Αν είναι να μην ξανάρθηΕίδες εσύ τι λαμπρά που το στοχάστηκε; Θυμήσου τώρα το λόγο της· «Πήγαινε, ο ίδιος να στο πηΤόννοιωσες; Στο περιβόλι μάνι μάνι του μίλησε — «Πρόσεχε, ο Καρλής έχει υποψία, γράψ' του αόρατα θέματα, να τον ξεχνιάσης.» — Κ' η Λέλα το ήξερε πολύ καλά πως θα μου γράψη.

Έλα! ας είναι! ας χύσω λίγο μέσα στ' άλλο σου το στόμα. ΤΡΙΝΚ. Στέφανε! ΣΤΕΦΑΝ. Τάλλο σου το στόμα μ' έκραξε! Θεέ μου, Θεέ, τούτος είναι δαίμονας, όχι τέρας. Του αφίνω γεια· με τον πειρασμό μη πολλά λόγια. ΤΡΙΝΚ. Αν είσαι ο Στέφανος 'γγίξε με, και μίλησέ μου· γιατί εγώ είμαι ο Τρίνκουλος·μη σκιάζεσαι, — ο καλός σου φίλος, ο Τρίνκουλος.