United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το τελευταίον εφαίνετο πιθανώτερον, εις τους πάντοτε υπόπτους γείτονας, εν ώ έβλεπον την φιλαργυρίαν του δεκατιστού και γλισχρότητα. Η μακρυνή εκείνη συγγενής του, εις την οικίαν της οποίας κατώκει τώρα τόσα έτη, είχεν ωραίαν, ως είπομεν, ολοστρόγγυλην κόρην, την σεμνήν Ματώ με την μαύρην ελήτσα εις την αριστεράν παρειάν, την οποίαν υπεσχέθη, φαίνεται, ο κυρ- Δημάκης να λάβη σύζυγον.

Έβγαλε ο κυρ Μαυρουδής το πιο παλιό του κρασί, παράθεκε η κερά Μαυρουδού τα πιο ορεχτικά φαγητά της. Η μικρή στο πλάγι της μάννας της, ο Παυλής κι ο νωνός αντικρύ. Της Σμαράγδως τα δάκρια στεγνωμένα πια τώρα. Αγκαλά συμμαζεμένη πάντα με της μάννας της την όψη τη σοβαρή.

Ο γιατρός σταναμεταξύ είχε βγάλει απ' την τσέπη του μια σύριγγα κ’ έκαιγε τη βελόνα της απάνω απ'το γυαλί της λάμπας. . . Πώς βρέθηκε το κουτί εδώ χάμω ; ρώτησε ο Νίκος τη Λιόλια- εγώ τόχα αφήσει απάνω στον κομμό ! Στεκόταν τώρα η Λιόλια ακκουμπησμένη στο κρεββάτι, άφωνη, και κύτταζε το γιατρό με μεγάλα μάτια, γεμάτα βαστηγμένα δάκρυα. . το στήθος της ανασηκωνόταν κάθε τόσο από ξέμακρα αναφυλλητά βουβά που της τρεμούλιαζαν το σαγόνι και το κάτω χείλι: έτσι αστράφτει πίσω απ' τα βουνά, ύστερ' από βροχή και κάποια βράδυα του καλοκαιριού, από αντάρες που δεν ακούς το βόγκο τους. -Νά, κυρ Γιατρέ, της δώσαμε απ’ αυτό το υπνωτικό σήμερα, μπας και την πείραξε; αρχινίσαμ' απ’ τα χτες: γιατί δεν κοιμόταν τη νύχτα ολότελα· ο γιατρός είπε πως το περισσότερο είν' η αγρύπνια που την αδυνατίζει και της τόγραψε. Αηδιές ! πολύ άσχημα. . είναι, βλέπεις, τώρα και το ναρκωτικό που τη βαστάει σ' αυτήν την θέση.

Ο χωρικός, με προθυμίαν όχι εμφαντικωτέραν της του παπά-Αζαρία, μεγαλειτέραν δε της του κυρ Κωνσταντού, συνώδευσε τον πάρεδρον εις ικανόν μέρος της οδού έως εις τα Κάμπια, εις το ύψος του βουνού οπόθεν έπρεπε να κατηφορίση τις διά να φθάση εις τον ναΐσκον του Προδρόμου, κ' εκεί, αφού του έδειξεν ακριβώς τον δρόμον, του ευχήθη καλήν Ανάστασιν και τον εγκατέλιπε μόνον.

Εν τοσούτω διεθρυλλήθη το θαύμα και τις εξ Ακαρνανίας Κυρ Σταμούλης, μέγας και πολύς τω καιρώ εκείνω, αδιάλλακτος του αρματωλού εχθρός, επορεύθη εις Λαμίαν και χλευάσας τους οθωμανούς επί τη μικροψυχία αυτών ητήσατο και έλαβε την άδιαν ίνα ιδίαις χερσί διαπράξη την απαγχόνισιν.

Και μεις φτωχοί λεγόμαστε, Κυρ-Λοχία μου· μα δεν το φκιάνουμ' έτσι μάτα, Κυρ- Λοχία μου... — Κι αφού και δεν έχει, ωρέ παλιόλιγδα, τι τον παλιέβς, ωρέ, να σου δόνη τόρανες; α; Έτσ' για, το λοιπόν, τς πνιουν τς ανθρώπους;.. α;.. Όσο τούλεγε, τόσο άναβε κ' εφούντωνε πλιότερο ο Κυρ-Λοχίας. Μπραφ! τον έχει του κόβει κ' έναν κατακέφαλο στο τέλος.

Του δίνω μια κατακεφαλιά, «γιουρούσι φωνάζουν», μου κάνει. Κρίνε, μωρέ, και μας φάγανε. Πυρ ταχύ!, πυρ ταχύ! «Κυρ λοχία» μου κάνει, ο Καρατζίκος ο Λίας απ' τη Φθιώτιδα, «θα βαρέσω τον σωματάρχη τουςΒάρ'του, μωρ' Λία!. .. Στέκεται, ένα τουφέκι τόχει, κάτου!.... Και πυρ ταχύ, και πυρ ταχύ, τους ανεμίσαμε ίσα με το βράδι και τόστριψαν...

Ξαφνίστηκαν η Λιόλια κ' η θεια Ελέγκω καθώς είδαν το Νίκο φερμένον απ’ τα τώρα. Πέρασε Κυρ Νίκο μου από μπροστά ! Για σας τους νέους είναι αυτά τα πράματα, κι απέ εμείς. . είμαστε που είμαστε μασκαράδες Και τούκανε τόπο η θεια Ελέγκω στο παράθυρο κοντά στη Λιόλια. Τι κακό γινόταν κάτω στο δρόμο ! Τι οχλοβοή ! τι συρφετός! Τα τραμ είχανε σταματήσει.

Ζύγωσαν κ' οι άλλοι στρατιώτες, το σκουντούσαν με τις άκρες των τσαρουχιών τους κι έλεγαν ξαφνισμένοι: — Ορέ, τ' άτιμο, μήτε γκιχ! δεν έκαμε!... Κανένας δεν έβγαινε όξω απ' τα σπίτια. Ο δεκανέας γύρισε κ' είπε: — Σούρα, μπρε, ένας σας!. Τι θανατικό έπεσε σ' αυτό το διαλοχώρι!... Σούριξε ένας στρατιώτης κι ο κυρ πάρεδρος που καθόμαστε μαζί κ' οι δυο μέσα στο σπίτι του βγήκε έξω.

Καλλίτερα να τα λέμε μπροστά, κυρ Δημητράκη. Να μη γνέφη τινάς οφθαλμώ μετά δόλου, λέγει ο σοφός Σολομών. Ο &ελέγχων& μετά παρρησίας &ειρηνοποιεί&. — Εγώ τώρα τ' ακούω αυτό, επανέλαβε κατηφής ο κυρ Δημητράκης. — Γιατί στερνά τα μαθαίνει όλα κείνος οπού έπρεπε πρώτος να τα ξέρη, είπεν ο παπάς. Και &έσονται οι πρώτοι έσχατοι.&