Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Ο Ζάλογγος δε φαίνεται, τον έχωσε η χιονούρα Κ' η πυκνωμένη η συγνεφιά, κατά την Άρτα... μπόρα! Αγνάντεψ' αχ' το Σέσοβο, η Λούτσα είν' αβλεμόνι, Εβούλιαξε η Τρανταφυλλιά, πελάγωσε η Φραξίλα. Πνίγεται ακέρια η Λάμαρη... Ήρθες, κυρ Γάκη, κι' όλας; Άξιος οπού 'νε ο γρίβας σου; — Ανεμοπόδης, γέρο. — Ανοιχτοπάτης δυνατός. — Και νυχτομαθημένος. — Ο αβάσκαγος! — Την Πρέβεζα την παίρνει για τρεις ώρες.

Αχ, δεν τα μεγαλώνω όσο τους πρέπει και τους ταιριάζει. Και δεν είναι οι μεροδουλευτάδες μονάχα, είναι κ' οι πραματευτάδες, κ' οι αρχόντοι, κ' οι προεστοί. Μόλις σφαλνούνε τα μαγαζιά, κι αρχινούν το πιοτό οι πατριώτες. Από τον Παράδεισο του παπά Χαραλάμπη, ίσια στου κυρ Διαμαντή την ταβέρνα. Κ' έτσι περνάει και ξεχνιέται η ώρα, η μέρα, ο χρόνος κ' η ζωή.

Ό,τι και νάναι, το σπιτικό θέλει πάντα νάχη άνθρωπο με το νου στο κεφάλι αποπάνω του, να ξέρη τη λάτρα του νοικοκύρη. . . Και «χά ! χά ! χά ! -χά !», ξεκαρδιζότανε στα γέλοια εκεί που θυμόταν το τι είχαν πη για τη Λιόλια πως θα την έπαιρνε λέει γυναίκα του, ο Κυρ Νίκος ! Σου λεν οστόσο κάτι πράματα!-σε καλό τους !. . . Του Κυρ Νίκου-να περάση δα πρώτα λίγος καιρός, να ξεχαστούν οι πίκρες !-τούπρεπε κορίτσι με μόρφωση, να την έχη σύντροφο, για καμμιά συμβουλή, για ό,τι λάχη, να μη ντρέπεται να την πάη και πουθενά, να ξέρη να του αναστήση τα παιδάκια του.

Τωόντι ο Γιωργής της Θασίτσας μετά ταύτα, μίαν πρωίαν, εκαθάριζεν εν τη προκυμαία δύο των δέκα βαρέλων βαρέλια, επισύρων τον φθόνον του κυρ Βαρσαμού, εις μάτην προσπαθούντος να μαντεύση πού εύρεν ο Γιωργής της Θασίτσας τόσα κεφάλαια.

Αμέ και τι να μην πάθω, κακόμοιρη, που έρχεται και μου λέει ο γέροΣταμάτης μου, ό,τι ανέβηκε από του Φώτη το καπελιό, πως είνε λέει όλα ψέματα, και δεν τόχει σκοπό ο αφέντης μας ο Πανάγος, μήτε το είχε ποτές του. Ο Θεός να με βγάλη ψεύτρα, μα τάκουσε από μέρος που δεν έχει να πης, από τον αξάδερφό του τον κυρ Μιχάλη λέει τάκουσε.

Από το άντρον εκείνο ήρχιζεν ένα μονοπάτι, διά του οποίου ανέβαινε τις πλαγίως την απότομον ακρογιαλιάν, κ' έφθανεν εις την κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος του κυρ Μόσχου, του οποίου ο ένας τοίχος έζωνεν εις μήκος εκατοντάδων μέτρων όλον τον αιγιαλόν. Επέταξα αμέσως το υποκάμισόν μου, την περισκελίδα μου, κ' έπεσα εις την θάλασσαν. Επλύθην, ελούσθην, εκολύμβησα επ' ολίγα λεπτά της ώρας.

Ο κήρυξ ήνοιξε το στόμα, όπως εκτελέση την διαταγήν ταύτην, όταν εις την θύραν του σχολείου εφάνη ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος, ακολουθούμενος υπό των πέντε αχωρίστων φίλων, των περί τον Κουσουρήν και Απίκραντον. — Πώς αρχίζει η διαλογή; εψέλλισε με ηλλοιωμένον το πρόσωπον ο κυρ Μανουήλος ο Στεριωμένος. — Φώναξε, υπέγρυξε προς τον κήρυκα ο κυρ-Ανδρέας, ευθύς ως είδε τα νέα εμφανισθέντα πρόσωπα.

Ενθυμήθη τότε την παραγγελίαν της Μαριώς, ενθυμήθη ότι έπρεπε ν' αγοράση άρτον διά τα τέκνα του· και ετράπη προς την αγοράν. Αλλάκακή μοίρα! — εκεί προ της αγοράς έχαινε παρά την οδόν η θύρα καπηλείου, και προ της θύρας ίστατο φίλος παλαιός, βλάμης του Δημήτρη, ο κυρ Θοδωρής. — Βρε, καλότο Μήτρο! Σκόλη έχεις και συ; Κάτι χαρούμενος;

Την στιγμήν εκείνην, μαθόντες οι ευθυμούντες παρά του καφεπώλου περί της επανόδου του κυρ Δημάκη, έσπευσαν να τον χαιρετίσωσι. Κ' ενώ εκείνος εισήρχετο σπεύδων να κλεισθή εις την οικίαν, ο καπετάν-Παρμάκης ηκούσθη με φωνήν βραχνήν σβυσμένην από του γαλακτώδους ποτού. — Καλά ήταν τ' ακρογιαλά, κυρ Δημάκη;

ΑΣΤ. Και πούθε είσαι γιαμά; ΠΕΛ. Απ' την Πελοπόννησος. ΑΣΤ. Και πες δα κακόροικε π' ούσαι απέ του Μουρέακαι τι τέχνη κάμεις. ΠΕΛ. Έμπορος. ΑΣΤ. Και τι θα πη μουρέ έμπορος; ΠΕΛ. Πραματευτής. ΑΣΤ. Ώρσαι και συ διάολλεέμαθες και συ τζη ελληνικούραις. ΠΕΛ. Τήρα δω, κύρ αστρονόμο, είμαι έλληνας, ακούς με, και πρέπει να μιλώ με μάθησις. ΑΣΤ. Και πώς εγίνηκε ο λαβωμός του Κρητικού;

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν