Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


ΑΓΓΕΛΙΚΗ Όχι, Κλεάνθη, μη μιλής πλέον γι' αυτό· ας αφήσωμε κάθε σκέψι γάμου. Ύστερα από τη στέρησι του πατέρα μου δε θέλω να μπω πλέον στον κόσμο, ποτέ πλέον. Δέξου, πατέρα μου, την υπόσχεσί μου και άφησέ με να σε φιλήσω για να σου δείξω την αγάπη μου. ΑΡΓΓΑΝ Έλα, μη φοβάσαι· δεν είμαι πεθαμένος. Είσαι αίμα μου, είσαι αληθινή μου κόρη και είμαι ενθουσιασμένος που γνώρισα τον καλό σου χαρακτήρα.

Τόμορφο κορίτσι το πήρε μαράζι. Έκλαιγε, έκλαιγε κρυφά απ' τον κόσμο κ' έλυωνε σαν το κερί. Κι' όλο έλυωνε, ως που μια μέρα έκλεισε τα ματάκια με τα μεγάλα ματόκλαδα, και δεν τάνοιξε πια. Ο κόσμος έκλαψε τον άδικο χαμό της κ' οι τραγουδιστάδες της βγάλανε τραγούδι.

Η νέα αυτή περιέργεια σκόρπισε σχεδόν όλον τον κόσμο των ονείρων, που μας έδενε ως τώρα, και πλάτυνε τον κύκλο της αίστησής μας τόσο, ώστε να περικλείση και τη ζωή εκείνων, που είχανε ζήσει κ' εργαστεί και υποφέρει σ' αυτό το μέρος και που ο καιρός που πέρασε τους άλλαξε τόσο σκληρά, ώστε να μην τους χρυσώνουν πια ευτυχισμένα όνειρα την τραχειά πραγματικότητα.

Κ' ενώ αυτή είναι η ολιγώτερο σημαντική όψη του έργου του, έχει εξασκήσει ωστόσο την πιο φανερήν επίδραση. Ο δημοσιογράφος σήμερα είναι ένας άνθρωπος που πεθαίνει τον κόσμο με τις λεπτομέρειες των ανομιών της ιδιωτικής του ζωής.

Με του φεγγαριού τις λαμπερές τις αχτίδες, με τις σύδεντρες τις βουνοπλαγιές που ξαπλωνόντανε φωτολουσμένες κι από τις δυο μεριές, με ταγέρι που γλυκοφυσούσε από την κοιλάδα κατάμπροστα, με τα κουδούνια των κοπαδιών που βροντοκοπούσαν απάνω στις γυμνές βουνοκορφούλες τριγύρω, είτανε να μένη άνθρωπος στο ξάστερο και να το νοιώθη πως υπάρχει και πως χαίρεται κόσμο, ως και να πλαγιάση εκεί και να νανουρίζεται.

ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Και μολαταύτα εγώ γλύτωσα. . . Ά! να είσαστε κει πέρα, τη φοβερή εκείνη στιγμή, θα νομίζατε πως όλες οι τρύπες της κόλασης ανοίξανε για να θάψουνε τον κόσμο κάτου από τη φλόγα, πως μας πέσανε κατακέφαλα χίλιες χιλιάδες κεραυνοί, πως μαζευτήκανε γύρο μας όλα τα δαιμονικά και τραβούσανε τις στέγες, και ξεκαρφώνανε τα σίδερα, και λύνανε τους αρμούς από τις μηχανές, πως όλ' οι αγέρηδες τρέξανε κει με τα πιο στριγγά σφυρίγματα τους, πως τα κοράκια όλου του κόσμου μαυρίσανε για μια στιγμή τον ουρανό κρώζοντας θανατερά. . . Πάει το μηχανοστάσιο κ.

Ανάμεσα στις τόσες νεκρές φιγούρες εκείνη του φάνηκε η μόνη ζωντανή ακόμη, τόσο ζωντανή που τα ζεστά του χέρια είχαν τη δύναμη να τον ανασηκώσουν, να τον ξαναφέρουν κατ’ ευθείαν στον κόσμο των ζωντανών.

Ρώτησα κόσμο και κόσμο, μα κανένας δεν ήξερε να μου πη τίποτε. Η γιαγιά κοιμάται ακόμη κάτω από μια μαρμαρένια πλάκα, φαγωμένη από τον καιρό, κιτρινισμένη απ' τα χρόνια. Όλα τα μνήματα τριγύρω είναι βουβά. Μα κάποια φωνούλα αντηχεί κάποτε απάνω στο κυπαρίσσι τους, κάποιο μουρμούρισμα κλαδιών τα ζωντανεύει. Το πιο βουβό μνήμα είναι το μνήμα της γιαγιάς.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγε με χάρη και με γνώση Δυο άσπρα σπίτια τρίπατα μ’ αυλές και με παραύλια, Με τοίχους μαρμαρόχτιστους, με μαρμαρένιες σκάλες, Και παραθύρια με γυαλιά και γυάλινους εξώστες, Τώνα στα πόδια του Χριστού, τ’ άλλο στης Παναγίας... Το πρώτον είταν του Γαμπρού, το δεύτερο της Νύμφης, Γεμάτα κόσμο και τα δυο κι’ από χαρά γεμάτα, Και στες πλατύχωρες αυλές χορούς και πανηγύρια, Και ψησταριές μ’ αμέτρητα κριάρια σουβλισμένα.

Αν ξανακατέβαινε ο Χριστός στον κόσμο, ίσια δω πέρα θάρχουνταν, κι ας του έστελν' ο Πάπας τον πιο πονηρό Καρδινάλη του να τονε φέρη στον Άγιο Πέτρο. Ο Χριστός, που ανέβασε την ταπεινωσύνη ως στον ουρανό, που κατέβασε τον ουρανό σε μια φάτνη, που ζητούσε παθιασμένους κι αμαρτωλούς να πονέση μαζί τους, πού αλλού μπορούσε να βρη τόση ταπεινωσύνη, τόση φτώχεια, τόση αμαρτία, και τόσα πάθια!

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν