Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Έρχουνται σα χάδι, είναι έτσι όπως ένας άντρας κοιτάζει τη γυναίκα του και της λέει: «Για μένα δεν υπάρχει άλλη γυναίκα από σε.» Η γυναίκα μου έπειτα από μια σιγή τόση μικρή, που μόλις την παρατήρησα, ξακολούθησε: — Βέβαια δε σ' ευχαρίστησα ακόμα που μ' έμαθες να πιστεύω ό,τι πιστεύεις και συ, όμως χαίρουμαι γι' αυτό. Δεν μπορείς να το αιστανθής ποτέ. Κάθε μέρα που περνά με κάνει πλουσιότερη.
Το βράδυ ένας βίαιος παροξυσμός της αρρώστιας του τον εξουθένωσε: ο πόνος τού πήρε τη μιλιά και την ακοή, είδε όμως τον ντον Πρέντου να κοιτάζει τη Νοέμι με δυσαρέσκεια, επειδή ο γάμος είχε οριστεί για την άλλη μέρα και εάν εκείνος πέθαινε θα έφερνε γρουσουζιά στους παντρεμένους ή θα τους ανάγκαζε να αναβάλουν για μιαν άλλη μέρα το γάμο.
Όλα τα μεγαλεία της γης, και αν ακόμη ήταν δικά του, και αν ακόμη γινόταν βασιλιάς, και αν ακόμη είχε τη δύναμη να κάνει ευτυχισμένους όλους τους ανθρώπους στον κόσμο, δεν αρκούσαν για να σβήσουν το έγκλημά του, να τον απελευθερώσουν από την κόλαση. Πώς να χαρεί, λοιπόν; Και πάλι από την αρχή να κοιτάζει τα χέρια του, για να κρύψει την έμμονη ιδέα του βαθειά μέσα στα μάτια του.
Ήρθε όμως κουνάμενη η Νατόλια. «Το αφεντικό μου και ο ντον Πρέντου προσκαλούν τον ντον Τζατσιντίνο σε γεύμα.» Κι εκείνος σηκώθηκε αφού τίναξε καλά τα μπατζάκια του. Η ντόνα Έστερ τον ακολούθησε με τα μάτια και έμεινε να κοιτάζει προς το μπαλκόνι, σαν μαγεμένη από τη λάμψη των ποτηριών και του ασημένιου δίσκου που η Νατόλια κουνούσε εκεί πάνω σαν να ήταν καθρέφτης.
Είπε, κι' ο Γλάφκος άκουσε με προθυμιά το λόγο, κι' όρμησαν ίσα, τον πυκνό στρατό τους οδηγώντας. 330 Και σαν τους είδε ο Μενεστιάς, του κόπηκε το αίμα, τι αφτόν να σβύσουν έτρεχαν και στο πυργί του ορμούσαν, και το τειχί ζερβόδεξα κοιτάζει, μήπως δει ίσως κάνα αρχηγό π' οχ τα δεινά τους άντρες ναν του σώσει.
Όσοι περισσότεροι από τους έξω Έλληνες γίνουν μέσα Έλληνες, τόσο καλλίτερα θα μπορέσουν να σιαχτούν τα οικονομικά του κράτους, όχι μόνο γιατί το κράτος δε θα έχει πια να κοιτάζει τόσους πολλούς εξωμερίτες, μα γιατί θα γίνει και μεγαλύτερος ο τόπος και πιο πλούσιος.
Και εάν η Έστερ ανοίξει το στόμα της να πει κάτι, εκείνη την κοιτάζει με τέτοιο φοβερό βλέμμα, που της κόβεται η μιλιά.» «Το ίδιο και μ’ εμένα», είπε ο Έφις. «Ακριβώς το ίδιο.» Και ένοιωσε σχεδόν ανακούφιση, επειδή η ανάμνηση των ματιών της Νοέμι τον καταδίωκε χειρότερα απ’ ό, τι η παλιά του τύψη. «Άκουσέ με τώρα. Αφού από εκείνες δεν μπορούμε να μάθουμε τίποτα, πήγα και ρώτησα την Καλίνα.
Το κίτρινο κορδελάκι, που δεν εμπόδισε να περάσει η γη τους σε άλλα χέρια και τη διένεξη να την κερδίσουν οι αντίπαλοι, έδενε με τα άλλα νεκρά χαρτιά και ένα γράμμα που η Νοέμι, κάθε φορά που σήκωνε το μικρό πανέρι, το κοίταζε, όπως κοιτάζει κανείς από την ακτή το πτώμα ενός ναυαγού που το σπρώχνει ελαφρά το κύμα. Ήταν το γράμμα της Λία μετά την φυγή της.
Υπήρχε κάποια ομοιότητα μεταξύ εκείνου που αιστάνθηκα τότε και κείνου που με γέμιζε τώρα μ' ευτυχία κ' ελπίδα, και την ίδια στιγμή μου ήρθε στο νου πόσα χρόνια έθρεφα τον πόθο της θάλασσας. Σαν δράμα παρουσιάστηκε μπροστά μου μια ανάμνηση, που την είχα λησμονημένη πολύν καιρό. Ένα παιδί στέκει σ' έναν ψηλό βράχο και κοιτάζει πέρα τη θάλασσα.
Προβάλλει στο μπαλκόνι χλωμή, μαυροντυμένη με μαύρα μαλλιά που λες και παίρνουν κάποιες γαλαζόχρυσες ανταύγειες από τον ουρανό. Κοιτάζει κάτω προς το κάστρο, έπειτα σηκώνει ξαφνικά τα βαριά βλέφαρα και τινάζεται ολόκληρη κουνώντας τα χέρια. Μοιάζει με χελιδόνα που ετοιμάζεται να πετάξει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν