Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Έβγα να ιδής πώς έρχονται γλυκά ζευγαρωμένα Ο Ήλιος ο περίφανος και το λαμπρό Φεγγάρι... Ο Ήλιος είν’ ο Γάννος σου και το Φεγγάρι η Μάρω! Παύουν ευτύς τα κλάματα, τα μαύρα μυρολόγια, Και βγαίνει η μάννα πεταχτή, τρελλή πο τη χαρά της, Και δέχεται στην αγκαλιά τ’ αγαπητά παιδιά της.

Όπου χαραίς γελοκοπούν, κλάματα εκεί και θρήνοι, λύπη σκιρτά, χαρά πονεί, ως αφορμή την κλίνει Δεν είναι ο κόσμος άφθαρτος· όθεν ας μη θαυμάζη κανείς αν με την τύχην μας κ' η αγάπη μας αλλάζει, ότ' είναι ακόμη αμφίβολον η αγάπη αν οδηγάει την τύχην, ή την τύχην αν η αγάπη ακολουθάει. Έπεσε ο μέγας και όλοι ευθύς οι φίλοι τον αφίνουν, πτωχός ανέβ', οι πριν εχθροί το γόνα εμπρός του κλίνουν.

Εγώ σας το είπα, παιδιά μου, σαν πάω ν' ανταμώσω το Μοσχαδώ, χαρά να τώχετε, κανένας να μη με κλάψη. Κόκκινα ναντυθήτε... Και τον έπαιρναν τα κλάματα το γέρο. Τα παιδιά του αγρίευαν: — Μέρα που είνε, πάλε τα κλάματα άρχισες, πατέρα; Είνε γρουσουζιά μαθές τέτοια μέρα. — Συμπαθάτε με, παιδιά μου, δεν το θέλω κ' εγώ, έλεγε ο γέρος.

Κι' είπε ο Δόλονας με κλάματα στα μάτια «Πάρτε με τώρα ζωντανό, και ξαγορά κατόπι σας δίνω να λεφτερωθώ· μας έχει εμάς το σπίτι χαλκό, χρυσάφι, σίδερο δυσκολοδουλεμένο. Για ξαγορά μου ο γέρος μου πολλά θα σας μετρήσει, 380 αν μάθει ακόμα ζωντανό πως μ' έχουν στα καράβιαΤότες τ' απάντησε ο βαθύς γιος του Λαέρτη κι' είπε «Θάρρος, δεν έχει θάνατο να συλλογιέται ο νους σου.

Εγώ ματαίως τον εκαρτέρεσα εκεί όλην εκείνην την ημέραν, και την ερχομένην νύκτα· τότε απελπιζόμενος διά να τον ξαναϊδώ, έκαμα να αντηχολογήση το νησί από τα παράπονά μου και από τα μεγάλα μου κλάματα.

Κεγώ πάντα έδιδα την ίδια απάντηση: «Το Βαγγελιό». Κεπειδή ήσαν κιάλλες μαυτό το όνομα στο χωριό, προσδιώριζα: «Το Βαγγελιό της θειας του Δεσποινιού». Εις το σπίτι μούλεγαν την απειλή: «Καλά, να το πω του Βαγγελιού, να μη σ' αγαπά μπλειοΚαι παρευθύς επαύανε και κλάματα και αταξίες. Μια μέρα, πούπαιζα με άλλα παιδιά, έπεσα κέκαμα μεγάλη πληγή στο μέτωπο. Αίματα έτρεχαν κέβαλα φωνές μεγάλες.

Ο εκκλησιάρης πήρε το φανάρι και τράβηξε μπροστά. Πίσω ο παπάς. Όταν φθάσανε στο σπίτι, ο γέρος ψυχομαχούσε. Πνιγμένες φωνές και κλάματα πετούσαν ολόγυρά του. Ο Παπα-Παρθένης εζύγωσε με φόβο. Το δισκοπότηρο έτρεμε στα χέρια του· μια στιγμή φοβήθηκε να μη το χύση. Αλλοίμονό του. Ο γέρος ήτανε πεσμένος σε βύθος, ανάσαινε βαρειά, ένα ρουχαλητό πνιγμένο γέμιζε την κάμαρη.

Κ' ύστερα έπεσε σαν πεθαμένος απ' την κούραση απάνω σ' ένα θρονί. Το γέρο το βασιλιά τον πήρανε τα κλάματα. Απ' τη χαρά του για το βρέσιμο κι' απ' τη λύπη του, που χάθηκε η βασίλισσα και πήρε τον καϋμό μαζί της. Σα συνέφερε λιγάκι φώναξε σιμά του το μαντατοφόρο και του είπε: — Γεια σου, άξιο παλικάρι. Κι' ό,τι μου ζητήσης εσύ και τάλλα παλικάρια, δικό σας να είναι....

Κάνε ό,τι μπορείς, Λιόλια, να τη συνεφέρης ! Άσ' τα κλάματα τώρα! αυτά μας έλειπαν. . . Έφθασα. . . Μη φύγης, Κύριε Νίκο ! μη μ' αφήσης μονάχη ! -ξεφώνισε θρηνιάρικα η Λιόλια.

Αχ! γιατί να στο δώσω; Μα μπορώ και να σου κρύψω τίποτις; Εσύ είσαι φίλος μου, ναι! ο καλήτερός μου φίλος είσαι συ· από παιδί σε γνωρίζω και σ' αγαπώ· έχω θάρρος, έχω εμπιστοσύνη μαζί σου και για τούτο έτρεξα αμέσως να σου δείξω και το γράμμα του, για τούτο δε σου έκρυψα και τα κλάματά μου. Δεν ξέρω γιατί έκλαιγα· ζαλίστηκα κ' έκλαψα.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν