Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Εύμαιε, λόγον πρόφερες, 'που την καρδιά μου θλίβει• 70 τον ξένον τούτον πώς εγώ να τον δεχθώ 'ς το σπίτι; εγώ 'μαι νέος• δεν θαρρώ 'ς τα χέρια τα δικά μου ακόμη για ν' αντισταθώ 'ς άνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος. και της μητρός μου πάλι ο νους διστάζει αν, σεβομένη την κλίνη του συντρόφου της και την φωνή του κόσμου, μ' εμέ θα μένη σπίτι μου και θα το κυβερνάη, 75 ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήση εκείνον, 'που 'ναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα. αλλά τον ξένον τώρα εδώ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε, θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα, θα τον ποδέσω, δίστομο θα του χαρίσω ξίφος, 80 και όπου η καρδιά του επιθυμεί θα τον ξεπροβοδήσω• και, αν θέλης, 'ς την καλύβα μας συ φιλοξένιζέ τον, κ' εγώ 'δω τα φορέματα και ταις τροφαίς θα στείλω, βάρος να μη τον έχετε συ και όλοι οι σύντροφοί σου. δεν θέλω εγώ να υπάγη εκεί 'ς το μέσον των μνηστήρων, 85 'ς αυτούς οπ' έχουν έπαρσιν αυθάδεια και ανομία. μη τον υβρίζουν και 'ς εμέ μεγάλος θα' ναι πόνος. και των πολλών απέναντι και ο άνδρας ο γενναίος πέρα δεν βγαίνει, ότι πολύ κείν' είναι ανώτεροί του».
Τότ' ο Οδυσσέας κύτταζε 'ς το δώμα του αν κανένας 'κρύβετο ακόμη ζωντανός από την μαύρη μοίρα· και όλους τους είδε κατά γης αιματοκυλισμένους, πλήθος μεγάλ', ωσάν ψαριών σωρός, οπ' οι ψαράδες από την λευκή θάλασσα 'ς την κολπωμένην άκρη 385 σύραν με δίκτυ ολότρυπο· και αυτά σωρός χυμένα 'ς την άμμον όλα επιποθούν το κύμα του πελάγου, και την πνοήν ο ήλιος τους παίρνει ο φωτοβόλος. όμοια σωρός εκείτονταν 'ς τα χώματα οι μνηστήρες. του τέκνου του ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας 390 «Κάλεσε την Ευρύκλειαν, υιέ μου, την βυζάστρα, όπως εκείνης είπω εγώ κείν' οπ' ο νους μου θέλει».
Είπε, και κείν' υπάκουσαν και, αφού λουσθήκαν πρώτα, χιτώναις φόρεσαν αυτοί κ' ενδύθηκαν και η κόραις. επήρ' ο θείος αοιδός την βαθουλήν κιθάρα και 'ς την καρδιά τους γέννησε γλυκειάν επιθυμία προς τον εξαίσιον χορόν και το τερπνό τραγούδι. 145 και από το κρούσμα των ποδιών το μέγα δώμα εβρόντα, οι νέοι και η καλόζωναις γυναίκες ως χορεύαν, και κάποιος είπ', ως άκουσεν απ' έξω από το δώμα· «Κάποιος την πολυμνήστευτη βασίλισσα νυμφεύθη· αχ! δεν εβάσταξε η κακή 'ς του πρώτου ανδρός να μείνη 150 το μέγα δώμ', ασάλευτα και όσο να φθάση εκείνος». αυτά' λεγαν, και ως έγειναν τα πράγματ', αγνοούσαν.
ΑΜΛΕΤΟΣ 'Σ την καρδιά μου πόλεμον είχα, οπού μου σήκονε τον ύπνον· ανήσυχος κειτόμουν, ως αντάρταις ναύταις 'ς τα σίδερα δεμένοι· απόκοτα — και ας έχη έπαινον κείν' η αποκοτιά· να μάθωμ' ότι με την αστοχασιά μας να σωθούν συμβαίνει τα βαθυά σχέδιά μας, όταν αποτύχουν, και ας διδαχθούμεν ότι 'ς τους σκοπούς μας, όπως και αν εμείς χοντρά τους πελεκούμε, δίδει κάποια θεότης την μορφήν —
Ο τοίχος ο καλόκτιστος ψηλόν είχε αντιθύρι, και κάτω απ' το κατώφλιο του στερεού μεγάρου 'ς τον δρόμο πέρασμ' έβγαινε, κλειστό με καλαίς θύραις. κείν' ο Οδυσσέας είχε ειπεί του θείου χοιροτρόφου να το προσέχη από σιμά' κ' έν' έμβασμ' είχε μόνον. 130 ο Αγέλαος τότε ωμίλησε κ' εμπρός εις όλους είπε· «Ω φίλοι, δεν θ' ανέβαινε κανείς εις τ' αντιθύρι φωνή να ρίξη του λαού κ' ευθύς βοή να γείνη; τούτος να μάθ' ότ' έρριξε το υστερινό του βέλος».
Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη• «Πήγαινε, κράξε αυτόν εδώ, να τά 'πη όλα εμπρός μου. και ας παίζουν κείν', είτ' έμπροθεν 'ς την θύρα καθισμένοι 530 ή αυτού μέσα 'ς τα δώματα, αφού καλόκαρδ' είναι. ότι έχουν όλ' ανέγγικτα 'ς το σπίτι τ' αγαθά τους, τον σίτον, το γλυκό κρασί• τρέφονται μόν' οι δούλοι• κ' εκείνοι εδώ 'ς το σπίτι μας ολοκαιρής συχνάζουν, και βώδια σφάζοντας, αρνιά κ' ερίφια σαρκωμένα, 535 συντρώγουν και το φλογερό κρασί μας καταπίνουν, χαμένα, και όλα φθείρουν τα• ότι άνδρας δεν υπάρχει, ως ο Οδυσσέας άλλοτε, το σπίτι αυτό να σώση. αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας, με τον υιόν του εκδίκησι της αδικιάς θα πάρη». 540
Η χωρική γραία εστάθη και την εκύτταξε. Τώρα μόνον εφάνη να εξύπνησεν εντελώς, και αναγνωρίσασα αυτήν· — Πού βρέθηκες εδώ; είπε. — Μην ερωτάς, είπεν η Γιαννού. Είχα νυχτώσει 'ς έν άλλο καλύβι, μα δεν είχα ύπνο. Σα θυμήθηκα το κοφίνι μου, ήρθα. Πώς είστε; Τι κάν' η λεχώνα; — Τι να κάμη; Τα ίδια . . . Μα δε μου λες, είπε μετά τινα δισταγμόν η γραία· γιατί σ' εγύρευαν κείν' οι ταχτικοί;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν