Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Όλα αυτά είναι πολύ όμορφα. — Μ' άρεσαν ακόμη, είπα, οι σχέσες των αφεντικών με τους δούλους. Τ' αφεντικά φέρνονται με μεγάλη καλωσύνη, οι δούλοι, μ' απλοϊκή ελευθερία μα και με βαθύ σεβασμό και με τον πόθο ν' αρέσουνε στ' αφεντικά.

Ανάθεμα την καλωσύνη... Μια γενιά καλωσύνες, μια γενιά με το δρόμο του Θεού, μια γενιά με το Ευαγγέλιο, με το χαμόγελο, με το γλυκό το λόγο. Τι απολάψαμε; Μας ξέχασε κι' ο Θεός με την καλωσύνη. Θυμάσαι τον παππού μου. Πού να τονέ θυμάσαι; Τονέ θυμάται ο κόσμος. Τι βγαίνει; Ο Άγιος Γιάννης. Έτσι τονέ λέγανε. Σκόρπισε το βιος του σε δικούς και ξένους.

Ο αφέντης, είπα, έχει τόπο απέραντο· δε θα φτωχύνη με μια λουριδίτσα. Έπειτα, αφέντη μ' και το χτήμα μου δικός σου τόπος δεν είνε; Η καλωσύνη σου μου τόδωκε· μπορείς και να το πάρης πίσω σα θελήσης. — Ναι, σα θελήσω, ορέ! είπε φουσκώνοντας ο Χαγάνος. Και θα σ' το πάρω πίσω· να το ξέρης πως θα σ' το πάρω! Όχι· δε θα σας αφήσω να μου σηκώσετε κεφάλι.

Ο σκύλος χαίρεται το φως μέσα στη γούνα του, και το μαλλί του γυαλίζει σαν μετάξι. Απ' τη μεγάλη πόρτα του μεγάρου βγήκε μια παχουλή υπηρέτρια, με κόκκινα δροσερά μάγουλα. Έδωκε με καλωσύνη μια φέτα ψωμί κ' ένα κομμάτι κρέας στο ζητιάνο και πέταξε με περιφρόνησι ένα κόκκαλο στο σκύλο. Ο άνθρωπος πήρε το κομμάτι το κρέας, με ντροπή, κι αναστέναξε, σαν να τούδιναν φαρμάκι.

«Τι δούλεψι να κάμη κανείς στη φτώχεια! . . . Η μεγαλείτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήτον να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση. Γιατί κάνει όλο κοριτσάκια, κι' αυτή η φτωχιά! . . . Θαρρώ πως έχει πέντ' έξη ως τώρα. Δεν ξέρω αν της έχη πεθάνει κανένα . . . απ' αυτά τα εφτάψυχα

Δεν πειράχτηκα! είπε ο Γιώργης με καλωσύνη τώρα. Μη με ξεσυνερίζεστε. Στο σπίτι είπα! Τα λίγα λόγια που είχε πει τον κουράσανε. Έβαλε την απαλάμη στο στήθος του κ' έγειρε το κεφάλι του απάνω στο στήθος του φίλου του. Ξεκινήσανε.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μακάρι! ΔΟΡΑΝΤ Της έδωσα να νοιώση καλά και την αξία του δώρου και το μέγεθος του έρωτός σας. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Η καλωσύνη σας, κύριε, με σκλαβώνει. Πάω να χάσω το νου μου που βλέπω έναν άνθρωπο της τάξεώς σας να κατεβαίνη προς χάριν μου και να κάνη εκείνο που κάνετε σεις για μένα.

Σαν έφτασε να μην έχη να φάη κανένας δεν τούδινε. Έβαλε και το σουρτούκο του αμανάτι Πέθανε στην ψάθα. Πέντε χριστιανοί πήγανε στο λείψανο του. Κάλλια να μην πηγαίνανε κι' αυτοί. Ξέρεις ποια ήτανε η παριγοριά τους. «Κ' η μεγάλη καλωσύνη, θεια Μαχώ, κουταμάρα είνε μαθές». Έτσι λέγανε στη μαννού μου. Αυτό ήτανε το συχώριο τους. Τακούς, συμπέθερε; Κούνησα το κεφάλι μου. — Τακούω να λες! ξαναείπε.

Άλλη μέριμνα της πτωχής γρηάς! Έπρεπε να κάνη καλωσύνη μέχρις ου πατήση η άνοιξις.

Στα μαύρα της μάτια έβλεπα μιαν αγίαν καλωσύνη, κάτι από το βλέμμα της Παναγίας· κι η γλυκειά της φωνή, όταν ακόμη έλεγε ασήμαντα κι αδιάφορα, ήτο μουσική πούφτανε στα βάθη της ψυχής μου κεγέμιζε τρυφερότητα την καρδιά μου. Όσες φορές την έβλεπα, μούδιδε τη χαρά και την ευτυχία κ η φωνή και το χαμόγελό της ήσαν τα φάρμακα για κάθε μου λύπη.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν