Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Το απόγεμα βγήκε όξω στον κήπο και την άκουσα που τραγουδούσε μόνη κάτω από τα παράθυρά μου με λαγαρή, ολόδροση φωνή. Έπειτα από λίγη ώρα ήρθε μέσα μ' ένα μπουκέτο αγριολούλουδα, όπου η καλοκαιρινή χλωρίδα έσμιγε όπως σμίγουν οι τόνοι σ' ένα τραγούδι. Τα έβαλε αμίλητη απάνω στο τραπέζι μου και χαμογέλασε σιωπηλά, για να μη μ' ενοχλήση στην εργασία μου.
Άρχοντες, ήτανε μια καλοκαιρινή ημέρα, στην εποχή του θερισμού, λίγο μετά την Πεντηκοστή· και τα πουλιά στη δροσιά, χαιρέτιζαν κελαδώντας την αυγή που άρχιζε να χαράζη. Ο Τριστάνος βγήκε από την καλύβα, έζωσε το σπαθί του, ετοίμασε το «Αλάθευτο», και έφυγε να κυνηγήση στο δάσος. Μέχρι το βράδυ κατακόπηκε από την κούρασι.
Δυσαρεστημένη κάπως γιατί τα αιστήματά μας δε βαδίζανε με τον ίδιο ρυθμό, καθώς πάντα, έμενε καθισμένη αμίλητη εκεί και ρουφούσε τη σαμπάνια της κ' ενώ καθόταν έτσι, οι ζωηροί της στοχασμοί γλυστρούσανε δίχως να το νοιώθη σε μια γλυκεία χιμαιρική διάθεση κ' ενώ κοίταζε τον άντρα της, που τα μαλλιά του είχαν αρχίσει νασπρίζουν, έβλεπε σαν όνειρο την ημέρα, που οι δυο μας εδώ και πολλά χρόνια είχαμε βγει με τη βάρκα σ' ένα ηλιολουσμένο μικρό βραχόνησο, όπου πίσω από τα δέντρα γυάλιζε η πρώτη καλοκαιρινή κατοικία μας.
Είτανε μια καλοκαιρινή πρωινή, εικοσιμιά του Θεριστή, και μπόρεσε πρώτη φορά να βγη ως το κατώφλι με τη Μαριώ, και να καθίση να δη τον ήλιο που έβγαινε. Ο γέρος έλειπε αποβραδίς στο Παλιόκαστρο, μαζί μάλλους πολλούς. Η γριά συγύριζε μέσα, και το νιόπαντρο ζευγάρι έκαμνε κουβέντα με τους γειτόνους. Άξαφνα ακούγουνται απανωτές κανονιές από τη θάλασσα.
Συ κιόλα, που θες να μη σου λείψη μες τα πνιγερότερα λιοπύρια η πιο μαλακή φανέλα της Τριπολιτσάς, και τη διπλιάζεις το χειμώνα; Συ κιόλα, που λίγο να κρυαδίζη η καλοκαιρινή βραδιά, δεν ξεκολάς διπλά ταπανωφόρια απάνωθέ σου; Χα! χα! Στη βάρκα εσύ να κοιμηθής!
Ω πολυαγαπημένη μου! σ' αυτή την κατασπαραγμένη καρδιά μου συχνά εισέδυσε η τρελλή ιδέα . . . να γείνη το τυχερό μου; Όταν ανεβαίνης στο βουνό καμμιάν ωραία καλοκαιρινή βραδειά, τότε θυμού εμένα, πως ανέβαινα τόσες φορές από την κοιλάδα, και τότε ρίξε βλέμμα προς το κοιμητήριο εκεί πέρα στον τάφο μου, που επάνω του ο άνεμος θα κινή τα ψηλά χόρτα εις τη λάμψη του ηλιοβασιλέματος, Ήμουν ήσυχος όταν άρχισα· τώρα, τώρα κλαίω σαν παιδί βλέποντας να έρχωνται γύρω μου αυτές η ζωντανές εικόνες . . . »
Αυτή είναι η εικόνα κ' η μαμά την είχε πάρει μαζί μ' άλλες εικόνες και φωτογραφίες και στόλισε την καινούρια καλοκαιρινή κατοικιά μας. Σε μια φωτογραφία της εικόνας αυτής κάρφωσε το βλέμμα ο Σβεν και ρώτησε τη μαμά: — Τι είναι αυτό; Κ' η μαμά του διηγήθηκε το παραμύθι του σκληρού θανάτου, που έρχεται και παίρνει εκείνον, που είναι νέος, κι αφίνει τη γερόντισσα, που παρακαλεί να πάη κοντά του.
Εκεί είτανε φυλαγμένο το τελευταίο πουκαμισάκι του και το τελευταίο ζευγάρι κάλτσες, που φόρεσε. Εκεί είτανε τα μικρά του τετράδια με τα τραγούδια, η τελευταία λευκή καλοκαιρινή φορεσιά του με την όμορφη γαλάζια κορδέλα κι ο φιόγγος με τα ίδιο χρώμα στο λευκό κασκέτο. Εκεί είτανε φυλαγμένα τα μικρά χρωματιστά παπούτσια και τα βιβλία του μικρού Σβεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν