Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Τότε τα ρούχα του έσχισεν απάνω απ' το τραπέζι, το μαντικό παιδί ευθύς, και με φωνή μεγάλη ρωτάει: ποιος εγύρευε να με σκοτώση εμένα; απάντησέ μου, γέροντα! η σκέψη ήταν 'δική σου και το ποτήρι έλαβα απ' το δικό σου χέρι. Παίρνει ευθύς το γέρικο το χέρι του και ψάχνει, και βρίσκει πεια στα φανερά τον γέρο για φονηά του.
ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Κ' έτσι ήταν; ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Είσαι αδιόρθωτος.
ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Από τις τρεις ιδιότητες που ανέφερες οι δυο, η ειλικρίνεια κ' η αμεροληψία, ήταν αν όχι καθαρά ηθικές, τουλάχιστον όμως από τα περίχωρα της ηθικής και ο πρώτος όρος της κριτικής είναι ότι ο κριτικός πρέπει να είναι ικανός να διακρίνη ότι ο κύκλος της Τέχνης και ο κύκλος της Ηθικής είναι τέλεια ξέχωροι. Όταν συγχέωνται, έρχεται το χάος ξανά στη μέση.
Τέλος με πήρε ένας αγάς των γιανιτσάρων, που σε λίγο έλαβε διαταγή να πάη να βοηθήση το Αζόφ, που το πολιορκούσαν οι Ρούσσοι. Ο Αγάς, που ήταν άνθρωπος πολύ γαλάντης, πήρε μαζί του όλο το σαράι του και μας τοποθέτησε σ' ένα μικρό φρούριο απάνω στη Μαιώτιδα λίμνη, που το φυλάγανε δυο μαύροι ευνούχοι και είκοσι στρατιώτες.
«Του το 'δωκ' αυτοθέλητα' τι 'θελε πράξη και άλλος, αν άνδρας τέτοιος, έχοντας φροντίδαις εις τον νου του, 650 παρακαλή; ήταν βαρύ τινάς να του τ' αρνιέται. συντρόφους είχε του λαού τα πρώτα παλληκάρια, κ' είδ' αρχηγό τον Μέντορα, 'που επήγαινε μαζή τους, είτε θεός• τον Μέντορα εκείνος ώμοιαζ' όλος. αλλ' απορώ• χθες το ταχύ τον Μέντορ' είδα εμπρός μου, 655 και εις το καράβ' είχ' έμπη αυτός τότε να πάη 'ς την Πύλο».
Ανασηκώθηκε και κάθισε αγκαλιάζοντας τα γόνατα με τα μπράτσα του κάνοντας τον ακατάδεχτο στην αρχή και παίρνοντας στη συνέχεια τη ζωγραφισμένη νεροκολοκύθα γεμάτη κίτρινο κρασί που του πρόσφερε ο υπηρέτης. Τελικά ήπιε: ήταν γλυκό κρασί και αρωματικό όπως το κεχριμπάρι και πίνοντάς το έτσι, από το στενό στόμιο της νεροκολοκύθας, του έδινε σχεδόν μια αίσθηση ηδονής.
Σαν κάτι να περίμενε, κάτι που έμελε να γίνει και στο αναμεταξύ γυρόφερνε στο χωριό, μεθούσε από τον ήλιο μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας. Το χωριό, λευκό κάτω από τα γαλάζια βουνά τα ολοκάθαρα σαν φτιαγμένα από μάρμαρο και αέρα, φλέγονταν σαν να ήταν ασβεσταριά.
Μα θέλω να μου πήτε πρώτα· να βρέξη θέτε, ή να μη βρέξη;... Ήταν καιρός, που άλλοι είχαν ταραποσίτια στις λιάστρες· άλλοι τις ελιές τους στο φούσκωμα· άλλ' ήθελαν να οργώσουν, να σπείρουν, και τέτοια. Άρχισαν, το λοιπόν, μες την εκλησιά φωνές, κακό. Οι μισοί να βρέξη, κ' οι μισοί να μη βρέξη. Άλλοι ναι, κι άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό. Τι να κάμη κι ο βλογημένος ο Παπάς!
Λυπάμαι τη γυναίκα σου που άκληρη γερνάει• δεν ήταν άξια να πονή χωρίς παιδιά, που είνε από γενειά τόσο λαμπρή• άδικα μου παινεύεις της βασιλείας ταγαθά, πούνε γλυκειά στην όψι, μα μέσ' στο σπίτι θλιβερή• ποιος είν' ευτυχισμένος κι' αφρόντιστος, όταν περνά με φόβους τη ζωή του και δυσπιστίες; ήθελα να ήμ' ευτυχισμένος απλός πολίτης πειο καλά, παρά να βασιλεύω, και νάχω πάντα τους κακούς για φίλους μου τριγύρω, και τους καλούς να τους μισώ, και φόβο να τους έχω μη με σκοτώσουν.
Είναι στιγμές όπου μας πληγώνει με μια τερατώδη μουσική. Ναι, κι όταν μόνο σπάζοντας τις χορδές της λύρας του μπορή να βγάζη μουσική, την σπάζει και κροτούνε παράφωνα, και καμμιά φορά Αθηναϊκός τέττιξ βγάζοντας μελωδία από τρέμουλα φτερά δεν κάθεται πάνω στο φίλντισι για να κάνη την κίνηση τέλεια ή λιγώτερο τραχύ το διάλειμμα. Ωστόσο ήταν μεγάλος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν