Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Φαινόταν ν’ ανησυχεί για την κατάληξη που θα είχε η ομελέτα που εκείνη γύριζε προσεχτικά μες στο τηγάνι. Μερικές σταγόνες λάδι έπεσαν επάνω στην πυροστιά, γεμίζοντας την κουζίνα με τσίκνα. Έπειτα το τηγάνισμα συνεχίστηκε ήρεμα και ο Τζατσίντο είπε: «Ήταν μια παλιοδουλειά! Και δεν ήταν και σίγουρη…. Με τόσες ευθύνες!.....» Δεν είπε τίποτε άλλο και η Νοέμι δεν τον ξαναρώτησε.

Μια από τις ωραιότερες εντυπώσεις που μου έκανε η σκηνή ήταν όταν ο Salvini στην τελευταία πράξη του Ληρ, τραβώντας το φτερό από το καπέλλο του Κεντ το άγγιζε στα χείλη της Κορδέλας τη στιγμή που είχε φτάσει στο στίχο: «Αυτό το φτερό κουνιέται· εκείνη ζη». Ο κ.

Η Γκριζέντα πράγματι ήταν αδύνατη και χλωμή, άγουρη ακόμα, αλλά κάπως μαραμένη. Κάποιες κινήσεις του άσαρκου λαιμού της και του κιτρινισμένου προσώπου της θύμιζαν εκείνες της γιαγιάς της. Τα μάτια της μόνο έλαμπαν μεγάλα και καθάρια, γεμάτα μ’ ένα φως μελαγχολικό και συνάμα δόλιο, όπως το νερό κάτω στους βάλτους, ανάμεσα στα βούρλα της πεδιάδας. «Ο καφές μου κρύωσε.

Ήτανε κατά το ένα τέταρτο ισπανός, γιος ενός μιγάδα από το Τουκουμάν. Είχε κάνει ψάλτης, νεωκόρος, ναύτης, καλόγερος διανομέας, στρατιώτης, λακές. Ονομαζότανε Κακαμπός κι' αγαπούσε πολύ τον κύριό του, γιατί ο κύριος του ήταν υπερβολικά καλός άνθρωπος. Σέλλωσε όσο μπορούσε γρηγορώτερα τα δυο ανδαλούσια άλογα.

Η αλήθεια ήταν πως δε βαστούσε πια κι' αυτός. Έκαμε να το κρύψη, έκανε να δείξη κουράγιο, μα δε βαστούσε. Η αγρύπνια, το μούσκεμμα, η νηστεία τον είχαν γονατίσει. Οι ρεμματισμοί σήκωσαν κεφάλι.

Και στου Χαγάνου πήγαινε και στου Πέτρου Γλάμη και στου Βασίλη Ζάρακα· πήγαινε κάποτε και στου Θεομίσητου. Μάλιστα τώχε χαρά του να δουλέψη στων οχτρών του τα χτήματα. Άσε που οικονομούσε το καρβέλι, μα ήθελε να δείχνη και την αξία του. Δεν το αρνιόταν πως ο Θεομίσητος ήταν δουλευτής από τους πρώτους. Τι να ταρνηθή που φαινότανε. Μα ήταν δουλευτής κι ο Ευμορφόπουλος.

Οι γεροπαλεϊκώτεροι, που την ανέβαζαν στου Βενετσάνου τον καιρό, ανατρίχιαζαν κ' εκείνοι ακόμα στάκουσμά της. Εξαφηγιώνταν φριχτά πράματα που σου σήκωναν το πετσί. Μάβρες και σκοτεινές ιστορίες, για ταερικά που κράταγαν στανήλιαστα υπόγειά της. Θαμαστά και παράξενα πράματα, για το φοβερό το στοιχειό που την κατείχε. Όταν εμέθαε ο Λίακας ήταν τ' αξιώτερο παληκάρι που μπορούσε να σταθή στον κόσμο.

Η χλωμή λάμψι που ανάδιναν τα κληματοφρύγανα, με το λυπητερό τους, σαν παράπονο, τριζοκόπημα στη φλογισμένη αγκαλιά του φοβερού στοιχείου, ήταν σε μιαν άκρη αντίθεσι, με τον βαθυγάλαζο, τον ατελείωτο ουράνιο θόλο με τ' αμέτρητα, τα διαμαντένια του άστρα, που με το εξαίσιο, τρεμουλιαστό λαμποκόπημά τους, έχυναν την άσβεστη φεγγοβολή τους στο χωρικό δείπνο.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Και τον εγνωρίζατε για αριστοκράτη; ΚΟΒΙΕΛ Βεβαιότατα. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι αυτός ο κόσμος. ΚΟΒΙΕΛ Τι, δηλαδή; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Είναι μερικοί ηλίθιοι που θέλουν να πουν πως ο πατέρας μου ήταν έμπορος. ΚΟΒΙΕΛ Αυτός έμπορος; Αυτόχρημα συκοφαντία! Ποτέ δεν ήταν έμπορος. Ό,τι έκανε, το έκανε για να υποχρεώνη και το έκανε με μεγάλη αξιοπρέπεια.

Ήταν ευχαριστημένος, ύπνος όμως δεν του πήγαινε και χωρίς να θέλη έπεσε εις συλλογισμούς, από τους οποίους τον εύγαλε, μετά κάμποση ώρα, το καμπανάκι που εκαλούσε τους καλόγερους στην εκκλησιά να διαβάσουν και 'να προσευχηθούνε. Ο παππά Συνέσιος επλησίασε στο παράθυρο. Τα άστρα εφεγγοβολούσαν ακόμα και ο 'γουμενος είδε τα γεροντάκια σαν σκιές, να πηγαίνουν στο ναό μέσα.

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν