Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Δεν θενά πάθη τίποτε, μόνο απ’ τας Θήβας μακριά θα φύγη απείραχτος ο δολοφόνος. Αν λάχη πάλι και κανείς σε σας γνωρίζη, πως είν’ αυτός που εσκότωσε τον βασιλέα απ’ άλλη χώρα μακρινήν, ας μη το κρύψη και πλούσια του υπόσχομαι θα τον αμείψω, χάρι γι’ αυτό παντοτεινή θα του χρωστάω.

Δεν έχω να πάρω ή να δώσω μαζί σου, εγώ. ΚΕΝΤ Ξεσπάθωσε, κατεργάρη! Ήλθες εδώ να φέρης γράμματα εναντίον του βασιλέως· παίρνεις το μέρος της φουσκωμένης της κούκλας εναντίον του βασιλέως του πατρός της! Ξεσπάθωσε, σκύλε, ει δε μη, θα σου κοπανίσω τα μηριά! Έξω το σπαθί σου! Κουνήσου! ΟΣΒ. Βοήθεια! Μ' εσκότωσε! Βοήθεια! Ξεσπάθωσε, αχρείε! Υπερασπίσου, παληάνθρωπε. Έξω το σπαθί σου, βρωμόδουλε!

Και πού δεν μ' επήγε το παιδί μου ο Κιαμήλης! και πού δεν μ' επήγεν η χανούμισσα! Πρώτα πρώτα επήγαμεν εδώ κοντά στην ΑγιάΣοφιά. Ύστερα μ' επήγαν κ' επροσκύνησα στον τάφο του Κωνσταντίνου, στο Μ ε φ ά — μ ε ϊ δ ά ν ι. Να πας και συ δα, παιδί μου! Εδώ μεριά έχουν τον Αράπη, που τον εσκότωσε, σκεπασμένο όλο λ α χ ο ύ ρ ι α και χ α λ ι ά.

Αγκαλιαστά να βρης εκεί 'ςτό στρώμα να κοιμώνται Ο αφωρεσμένος σου αδερφός κ' η σκύλλα σου η γυναίκα, Για να γλυτώσουν σ' έστελναν για τα Χρυσά τα Μήλα, Που τα φυλάει ο Δράκοντας, να χάσης τη ζωή σου· Και σαν εγύρισες μ' αυτά, σ' επήραν 'ςτό κυνήγι Κ' εκεί σ' εσκότωσε ο αδερφός 'ςτόν ύπνο τον γλυκό σου, Τώρ' αρματώσου γλήγορα κι' ανέβα 'ςτ' άλογό σου Και σύρε εκεί και σκότωσε και κάμε τους κομμάτια.

Αυτός κι ο Σήφακας ήσαν οι πλιο μεγαλόσωμοι πολεμισταί του 21. Κείχε μια φωνή, που όταν τον ήκουαν οι Τούρκοι να φωνάζη «σταθήτε μπουρμάδεςτους έπιανε τρομάρα. Στη Γεράπετρο ανέβηκε στο μπεντένι με το Ζερβονικόλα, κιάν τους ακολουθούσαν κιάλλοι και δεν εδείλιαζαν, θα 'παίρνανε το φρούριον. Στη μεγάλη μάχη της Κρίτσας εσκότωσε με το χέρι του πέντε Μισυρλίδες.

Δίπλα του είνε και ο τάφος του Αράπη που τον εσκότωσε, τον Κωνσταντίνον, όταν κατά την Άλωσιν βουτυγμένος μέσα εις το αίμα, με μισό σπαθί, ανάμεσα εις τα πτώματα όλων των υπασπιστών του εφώναζε για τελευταία φορά: — Δεν υπάρχει κανένας Χριστιανός, να πάρη το κεφάλι μου; Ο συμπαθέστατος ιερεύς ήρχισε να κλαίη. Ο δε καπετάν-Μαμμής ενθουσιασμένος εξηκολούθησε.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Είπα, όσα μ’ ερωτήσατε° και τώρα φεύγω και δεν φοβούμαι θάνατον εγώ από σένα. Σου λέγω μόνον ο άνθρωπος όπου ζητούνε, εκείνος όπου εσκότωσε τον βασιλέα είναι μπροστά, και μέτοικος αν λέη πως είναι, γλίγωρα θα τον εύρετε να ’ναι Θηβαίος.

Ενώ εκάθητο λοιπόν την νύκτα, βλέπει έξαφνα τον μεγάλον Κλώσον και ανοίγει σιγά σιγά την θύραν, με τον πέλεκύν του εις το χέρι· έπειτα προχωρεί προς το κρεβάτι, και κτυπά κατακέφαλα την αποθαμένην γραίαν με τον πέλεκυν. — Άλλην μίαν φοράν, λέγει, δεν με κάμνεις μασκαράν. Και έφυγε με την ιδέαν ότι εσκότωσε τον μικρόν Κλώσον. — Τι κακός άνθρωπος! είπεν ο μικρός Κλώσος. Ήθελε να με σκοτώση.

Εσκότωσε τον Ύπνον ο Μάκβεθ, τον εσκότωσε τον Ύπνον τον αθώον, αυτόν που το κουβάριασμα ξεπλέκει των φροντίδων, τον θάνατον εις την ζωήν της κάθε μας ημέρας λουτρόν του κόπου, βάλσαμον του νου του πονεμένου, το άρτυμα της φύσεως, τον μέγαν τροφοδότηντου βίου το συμπόσιονΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι είν' αυτά που λέγεις;

Αν είχες γένεια, σ' έκαμνα εγώ εσένα τώρα να τρέμη το πηγούνι σου! Τι θέλεις; ΚΟΡΝ. Ω αχρείε! α’ ΥΠΗΡ. Τόπον λοιπόν εις την οργήν, κι' ας γίνη ό,τι γίνη! Μάχονται. Δος το σπαθί σου. Ο αισχρός αντίστασιν θα κάμη! α’ ΥΠΗΡ. Μ' εσκότωσε...Αυθέντα μου, σου μένει ένα 'μάτι να τον ιδής τι έπαθε! Αποθνήσκει. ΚΟΡΝ. Δεν θα τον αφήσω τίποτε άλλο να ιδή και με το άλλο 'μάτι.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν