Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Ο Σεράπις είτανε Θεός όχι του τόπου, παρά κατεβασμένος από τη Σινώπη κάμποσους αιώνες. Ένα μονάχο ταίρι λέγουν πως είχε ο Ναός εκείνος στον κόσμο, το Καπιτώλι της Ρώμης. Στημένος όντας κι αυτός απάνω σ' ύψωμα, τεχνητό όμως, ανέβαινες εκατό σκαλοπάτια για νάμπης. Αποκάτω από το ύψωμα, απέραντα κατώγια καμαρωτά. Ολοτρόγυρα του χτίριου μαρμάρινα περιστήλια.
— Πουλώ εις τα πενήντα εκατό, διακόσια, όσα θέλετε . . . — Δικά μου το λοιπόν, αφού πουλείς όσα θέλω! — Τώχαψε ο φίλος σαν λουκούμι! τι κουτός που είσαι καϋμένε! — Εγώ είμαι κουτός, ή εσύ είσαι μασκαράς; — Α, α! όχι χονδρά λόγια, γιατί ξέρεις πως έχω το χέρι κομμάτι μακρύ. — Αν ήνε μακρύ, το κονταίνομε, πουλάκι μου! — Ελάτε! ησυχία, . . . ντροπή!
Είχανε λέει μοιρασμένα πάνω από εκατό εισιτήρια και κανένα σχεδόν δεν τους επιστράφηκε «. . και να δης και τάλλο, πρόσθεσε, που δεν έχει ματαγίνει: εξόν απ’ τοργανέτο φέραμε και βιολιά, ένα πρώτο, δυο δεύτερα, μια βιόλα, ένα κοντραμπάσσο και δυο μαντολίνα για να παίζουν τα βαλς.
Ο Βασιληάς ακούει, σηκώνεται και πολλή ώρα μένει ακίνητος. Επί τέλους ορμάει κατά τη Βασίλισσα και την πιάνει από το χέρι. Κείνη φωνάζει: — Έλεος, Μεγαλειότατε, καλλίτερα να καώ, καλλίτερα να καώ!» Ο Βασιληάς την παραδίνει. Ο Ύβαινος την παίρνει κι' οι εκατό λεπροί αναδεύουνε γύρω της. Ακούγοντάς τους να φωνάζουν και να γαυγίζουν γύρω της, όλες η καρδιές λυώνουν από οίκτο.
Είναι πλούσιοι; Πόσα έχουν;» «Ούτε αυτοί, τι κάθεσαι και λες τώρα; Ίσως ο Μιλέζος, αλλά με δίκαιο διάφορο∙ τριάντα τοις εκατό, όχι παραπάνω….» «Και αυτό είναι δίκαιο διάφορο; Τότε τι είναι τα άλλα;» Τότε η Νοέμι έσκυψε στο τραπέζι και ψιθύρισε: «Και χίλια τα εκατό… Και καμιά φορά περισσότερο».
Εξαιρέσει των εν τη «Μποέμ» εξής εγκατεσπαρμένων στίχων, ους ίσως και αυτούς έγραψεν άλλος: Η ξανθιά και νέα κόρη τη μαντίλλα της πετάει και δειλά κρυφοκυττάη τάστρα πουν' στον ουρανό και της λίμνης τα νερά τα γαλάζια κι'αργυρά. Οκτώ και οκτώ κάνουν δεκάξη· Δίνω έξη, κρατώ ένα· Άχ να εύρισκα κανένα Τίμιο χωρίς λεφτό Να μου δάνειζ' εκατό Να πληρώσω ότι χρωστώ Όταν τύχη και αδειάσω. Επωδός
— Ο Μουντίρης φοβερίζει, μα είντα θα κάμη; Το Μανώλη δε θα τόνε πιάσουν εύκολα οι Αρναούτες του κι' εκατό μαζή να τόνε κυνηγήσουνε. Εγώ θα του πέψω το τουφέκι και θα του παραγγείλω φωτιά στη φωτιά. Καλλιά 'ν' η μάννα του φονιά παρά του σκοτωμένου. — Κιαμέ να δης το Πηγιό το κακορίζικο χαραίς, απού' καμε! είπεν η Σαϊτονικολίνα μετά βραχείαν σιωπήν. Είχα καιρόν να τήνε δω να γελάση.
Θα 'ς τα πάρουν φέτος τα δέκατα. Χαιρετίσματα, κυρ-Δμάκη! Μου χρωστάς και μισή οκά από πέρσι, που μου πήρες παραπάνω. — Και μένα μια οκά! προσέθηκεν άλλη φωνή. — Και μένα τρακόσια δράμια! — Και μένα τρεις οκάδες! — Και μένα εκατό δράμια! Υπέλαβον συγχρόνως πολλαί γυναίκες.
Απήχαμε από το Μοναστήρι, το σκοπό του ταξειδιού μας, ως ένα τέταρτο, όταν εκατό βήματ' από το δρόμο, σ' ένα χωράφι μέσα, ευγήκε στην οξόπορτα μικρού σπιτιού, που ελαμποκοπούσε από νωπό ασβεστόχρισμα μια γυναίκα ψηλή, λυγερή, με άσπρο καθαρώτατο φόρεμα και με κάτασπρο, παχουλό πρόσωπο, απ' όσο μπορούσαμε να διακρίνωμε. Μου φάνηκε ανώτερη από χωρική και ρώτησα τον αγωγιάτη μου.
Πήρε μαζύ του, εκτός από τον Γκορνεβάλη, εκατό ιππότες από μεγάλες γενιές, διαλεγμένους μέσα στους πειο αντρείους, και τους έβαλε και φόρεσαν κοντοκάπια και μαντύες από χοντρά πρόστυχα πανιά, ώστε να μοιάζουν με εμπόρους. Αλλά κάτω από τη γέφυρα του καραβιού έκρυβαν της πλούσιες στολές από διάχρυσο ύφασμα, βελούδο, και πορφύρα, που αρμόζουν στους απεσταλμένους ενός Βασιληά ισχυρού και μεγάλου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν