United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιος νάναι άραγε αυτός ο άνθρωπος, λέγανε οι πέντε βασιλιάδες, που μπορεί να δίνη εκατό φορές περισσότερα από μας και τα δίνει; Μήπως ήσαστε και σεις βασιλιάς, κύριε; — Όχι, κύριοι, και δεν το επιθυμώ καθόλου!

Μόνε του πήρε τα μιαλά, του Γλάφκου, τότε ο Δίας, που πήγε κι' άλλαξε άρματα με το Διομήδη τότες, 235 χρυσά με χάλκινα, εκατό βοδιών μ' εννιά βοδιώνε. Κι' ο Έχτορας τότε έφτασε μπροστά στο Ζερβοπόρτι και στην οξά, κι' εκεί σωρός των Τρώωνε οι γυναίκες κι' οι κόρες τρέχανε όλες τους και γύρω τον ρωτούσαν για άντρες να μάθουν και παιδιά, για αδέλφια και για φίλους.

Αυτή ως επί το πλείστον εκαβαλίκευε ένα άλογο τατάρικο άσπρο με βούλλες κόκκινες, και επεριπατούσεν ανάμεσα εις εκατό σκλάβες ενδεδυμένες με πολλήν μεγαλοπρέπειαν, επάνω εις τόσα άλογα μαύρα.

Μόν’ ένας δεν εστέναξε, δε δάγκασε τα χείλια, Δε χτύπησε τα στήθια του μ’ απελπισιά και θλίψη, Μόνο της Χήρας το παιδί, μόνον ο Γυιός της Χήρας, Που κοίτονταν στη φυλακή, στα σίδηρα ριγμένος, Και τον κρατούσαν εκατό, τον φύλαγαν διακόσιοι, Γιατ’ είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, Κι’ αμ’ άκουσε της Κορασιάς το ξακουστό τραγούδι, Πο την αγάπη την πολλή, πο τον πολύν τον πόθο, Τα δυνατά του έβαλε με την καρδιά του όλη, Έγεινεν εκατό φορές πλειο δυνατός ακόμα, Ετσάκισε τα σίδηρα, που είτανε ριγμένος, Ξεμόχλεψε της φυλακής της σιδερένιες θύρες, Πρόντησε τους φυλάκους του, σα λαφιασμένα γίδια, Που τρέχουν τα βουνόπλαγα λυκοκυνηγημένα, Και ρίχτηκε όξω λεύτερος, σαν άγριο λιοντάρι.... Σιάστηκε και στολίστηκε κι’ έβαλε τ’ άρματά του, Και κίνησε χαρούμενος και κίνησε τρεχάτος, Να πάη να βρη την Κορασιά, να βρη τη Ρηγοπούλα, Που γύρευε άξιον κι’ ώμορφο, γερόν και παλληκάρι, Να τον θελήση, γι’ άντρα της, γυναίκα να την πάρη.

Ήθελα να ετολμούσε κανείς να μου το πη κατά πρόσωπον, για να μπορούσα να του τρυπήσω το κορμί με το ξίφος· αν έβλεπα αίμα, θα εγινόμουν καλύτερα. Αχ, εκατό φορές επήρα ένα μαχαίρι, για να ελαφρύνω αυτήν την καταστεναχωρημένη καρδιά μου.

Εσύ μούδωκες να βόσκω πενήντα και δυο τραγιά· τούτος σου τάχει κάμει εκατό και δέκα τράγους· βλέπεις πόσο παχιά είναι και μαλλιαρά και με κέρατα γερά· τα έμαθε να καταλαβαίνουν και τη μουσική· ακούγοντας λοιπόν το σουραύλι όλα τα κάνουν.

Περιωρίσθη λοιπόν να είπη: — Η Πηγή είνε καλή κοπελλιά δε λέω όχι· μα το χωριό έχει άλλες εκατό φορές καλλίτερες. — Καλή κακή αυτή θα πάρη, είπεν ο Σαϊτονικολής εντόνως. Εγώ το λόγο μου δεν τόνε δίδω δυο φορές. Η Πηγή μαρέσει μένα και ταρεσκούμενο ταθρώπου το καλλίτερο του κόσμου. — Μα να δούμε είντα λέει κι ο Μανώλης. Σαρέσει του λόγου σου, μα ταρέσει κιαυτουνού που θα τήνε πάρη;

Κι' οι θεογέννητοι αρχηγοί γοργά, κι' ο γιος τ' Ατρέα, 445 τους λόχους τους παράταζαν, κι' η Αθήνα μαζί τους με την αγέραστη άλιωτη τη μυριοπλούσια ασπίδα, που ως εκατό της κρέμουνταν μαλαματένια κρόσα καλοπλεμένα, ως εκατό βοδιώνε το καθένα, μ' αφτή στα χέρια αστραφτερή τ' ασκέρι δρασκελούσε 450 και γκάρδιωνε τους Αχαιούς στον πόλεμο να πάνε μες στην ψυχή αναστύλωσε του καθενός το θάρρος, που έτσι χωρίς αποκοπή να πολεμάν και σφάζουν· κι' άξαφνα πιο γλυκιά ολωνών τους ήρθε τότε η μάχη παρά να παν στην ποθητή πατρίδα με τα πλοία.

Χωρίστηκαν κ' οι Επαρχίες κ' έγιναν ως εκατό δεκάξη, και της καθεμιάς ο άρχοντας είχε χρέη μονάχα πολιτικά, δικαστικά κ' οικονομικά.