Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Και μετά μίαν στιγμήν επέφερεν: — Αχ, παιδί μου, για ν' αποκτήση κανείς γρόσια, άλλος τρόπος δεν είνε, πρέπει να έχη μεγάλη τύχη, να εύρη στραβόν κόσμο, και να είνε αυτός μ' ένα μάτι, δεν του χρειάζονται δύο. Πρέπει να φάη σπήτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια, με τριανταέξ τα εκατό, θαλασσοδάνεια, το διάφορο κεφάλι.

Ευλόγησε τον Τριστάνο και τους εκατό ιππότες που με το καράβι του κινδύνου είχανε πάει να βρουν τη χαρά των ματιών του και της καρδιάς του. Αλλοίμονο! Το καράβι σου κομίζει και σένα, ευγενικέ Βασιληά, το τραχύ πένθος και τα μεγάλα μαρτύρια. Δέκα οχτώ μέρες αργότερα, συνάθροισε όλους τους βαρώνους, και έκανε το γάμο του με την Ιζόλδη την Ξανθή.

Αν δεν την ήξερα όχι εκατό φλωριά, αλλά και χίλια αν είχα θα μου τάπαιρναν οι κλέφτες. Κοιμήθηκε το βράδυ εκεί πέρα και την άλλη μέρα πρωί πρωί ξεκίνησε. Περπάτησεπερπάτησε και το βράδυ έφτασε σ' έναν άλλο σταθμό. Εκεί που ετοιμάζονταν να φάγη λαβαίνει κάλεσμα από τον άρχοντα του τόπου, να πάη στον πύργο του. Θέλοντας και μη, κίνησε και πήγε.

Ο τεμπέλης! Και να περιμένη ύστερα την λαδιά, για να κερδήση εκατό τα εκατό. Αυτά μόνον ο καπετάν-Κονόμος ξέρει και τα καταφέρνει.

Εκατό λεπροί, παραμορφωμένοι, με το κρέας φαγωμένο και ξασπρουλιασμένο, είχανε τρέξει με τα δεκανίκια τους, και στριφογύριζαν μπροστά στη φωτιά, και τα αιματηρά μάτια τους, κάτω από τα πρισμένα βλέφαρα, έχαιραν με το θέαμα. Ο Ύβαινος ο απαισιώτερος από τους λεπρούς, φώναζε στο Βασιληά με τη στριγγιά φωνή του: «Μεγαλειότατε, θέλεις να ρίξης τη γυναίκα σου σ' αυτό το καμίνι.

Ποιος λοιπόν είδε ποτέ τόση λαμπρότητα; Από πού έρχονται όλοι αυτοί οι άρχοντες; Και τίνος είναιΑλλά οι εκατό ιππότες έστεκαν αμίλητοι και δεν εσηκώνοντο από τα καθίσματά τους, οποίος και νάμπαινε.

Ναι, βλάκα, θα σου το δώσω το σκούδο∙ και δέκα και εκατό θα σου δώσω, εάν θέλεις, όπως δίνω σε πιο καθωσπρέπει ανθρώπους από σένα, στις κυράδες σου, στους ευγενείς και τους συγγενείς των Βαρόνων, αλλά τις μούντζες θα σου τις δίνω πάντα, όσο θα είσαι ηλίθιος, δηλαδή μέχρι που να πεθάνεις…. Πάντα θα σου τις δίνω…Και πήγε να πάρει πέντε ασημένιες λίρες.

Άρθρα θα κάμω· μυθιστορήματα θαραδιάσω. Μήπως δεν είναι γλώσσα μου κι αφτή; Δε μου έρχεται μάλιστα και πιο έφκολα να τη γράφω, παρά να γράφω γλώσσα, που όσο μητρικιά μου κι αν είναι, ακόμη δε γράφηκε; Κι όμως τι να πω; Όσα γράφω γαλλικά, μπορεί σήμερα ναρέσουν άβριο θα ξεχαστούνε. Μα και να μην ξεχαστούν άβριο, πόσο άραγες θα μείνουν; Εκατό χρόνια; Κι αφτά πολλά. Ας μείνουν και παραπάνω.

Αυτός πάλι μ' όλη την επιθυμία, πούχε να πάρη τα φλωριά του και να γυρίση το γληρορώτερο στον τόπο του, και στο σπίτι του και να ιδή τη γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν δέκα τέσσερα ακέρια χρόνια, θυμήθηκε πάλι την ίδια συμβουλή του πατρός του και προτίμησε τη συμβουλή από τα εκατό φλωριά.

Αλλά ήρθα εγώ, και τι έκαμα; Δεν έπρεπε να ζη ο Τριστάνος στο παλάτι του Βασιληά, με εκατό νεαρούς ακολούθους γύρω του που θα τον υπηρετούσαν για να τους χρίση μια μέρα ιππότες; Δεν έπρεπε, γυρίζοντας με τάλογό του στης Αυλές και στης Βαρωνείες να ζητάη κατορθώματα και περιπέτειες; Αλλά προς χάρι μου ξεχνάει όλες αυτές της δόξες, εξορισμένος από την Αυλή, καταδιωγμένος σ' αυτό το δάσος, και ζη έτσι σαν άγριος!...»

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν