United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λέγουν μάλιστα ότι, εάν ο Βρασίδας δεν επέτρεπεν εις τον στρατόν να παραδοθή εις την διαρπαγήν, αλλ' εβάδιζεν ευθύς προς την πόλιν, θα την εκυρίευε πιθανώς. Και ο μεν Θουκυδίδης, εις την πρόσκλησιν ταύτην, έσπευσε να επιβιβασθή επί επτά πλοίων, τα οποία έτυχον εκεί παρόντα, θέλων προ πάντων να προλάβη την παράδοσιν της Αμφιπόλεως ή τουλάχιστον να εξασφάλιση την Ηιόνα.

Αντί να σύρεται ως μόσχος εις την σφαγήν, ο κατάδικος εβάδιζεν εν μέσω των μελλόντων να τον τουφεκίσωσι στρατιωτών γαλήνιος και μεγαλοπρεπής ως θεός του Ολύμπου.

Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια. και οι Φαίακες οι ναυτικοί ποσώς δεν τον νοήσαντη μέση τους ως διάβαινε την πόλιν, ότ' η Αθήνη, 40 καλόκομη, δεινή θεά, δεν άφινε, αλλ' ομίχλην του έχυσε ολόγυρα πυκνήν, ότι γι' αυτόν πονούσε. και τους λιμέναις θαύμαζεν αυτός και τα ίσια πλοία, ταις αγοραίς, 'που εκάθιζαν οι ήρωες, και τα τείχη μακρυά, ψηλά, ξυλόφρακτα, 'π' όποιος τα ιδή θαυμάζει. 45 και ότ' έφθασαντου βασιληά τα υπέρλαμπρα παλάτια, η θεά τότε ωμίλησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Ιδού, ξένε πατέρα μου, το σπίτι οπού μου λέγεις• να δείξω• τώρ' αυτού θα ευρής τους θείους βασιλείς μας εις το τραπέζι• μέσα εσύ προχώρα, και η ψυχή σου 50 ας μη δειλιάση• ο θαρρετός άνδρας εις κάθε πράξι κάλλια προκόβει και αν αυτός έλθη από ξένα μέρη. την δέσποινα πρώτα θα ευρήςτα μέγαρα• και Αρήτη την ονομάζουν ταιριαστά• κ' εκείνη έχει προγόνους τους ίδιους, 'που κατάγεται ο Αλκίνοος βασιλέας. 55 και πρώτα τον Ναυσίθοον ο σείστης Ποσειδώνας γέννησε και η Περίβοια, 'π' ασύγκριτητα κάλλη ήταν του Ευρυμέδοντα νεωτάτη θυγατέρα, μεγαλοψύχου βασιληά των προπετών Γιγάντων• αλλ' έχασε τον ασεβή λαόν, κ' εχάθη εκείνος. 60 ο Ποσειδώνας απ' αυτήν έλαβε τον γενναίον Ναυσίθοον, 'που βασιληάς εγίνη των Φαιάκων, κ' έλαβ' υιούς Ρηξήνορα και Αλκίνοον• τον πρώτον εκτύπησ' ο αργυρότοξος Απόλλωνας νυμφίον 'ς τ' άκληρο σπίτι, όπ' άφινε μιαν μόνην θυγατέρα, 65 'π' ο Αλκίνοος νυμφεύθηκε κατόπι, την Αρήτη• και αυτήν ετίμησε ως καμμιά γυναίκα δεν τιμάταιτον κόσμον άλλη απ' όσαις ζουνανδρός την εξουσία• τόσον ολόψυχα τιμούν εκείνην και δοξάζουν τ' αγαπημένα τέκνα της, ο Αλκίνοος και μ' εκείνους 70 όλ' οι λαοί, 'π' ως εις θεάεκείνην αναβλέπουν, κ' εγκάδια την καλολογούν την πόλι ότε διαβαίνει• ότι με νουν λαμπρότατον και αυτ' είναι στολισμένη, και, όπου αγαπά, και των ανδρών ταις διαφοραίς διαλύει. αν ίσως σ' ελεημονηθή και σ' αγαπήση εκείνη, 75 θάρρου, θα ιδής τους ποθητούς, ογλήγορα θα φθάσηςτο σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γην την πατρικήν σου».

Μετ' ολίγας στιγμάς και άλλο πρόσωπον εξήλθεν εκ του καπηλείου και ηκολούθησε κατόπιν του Μάχτου. Ήτο ο Σκούντας. Ούτος, τουναντίον προς τον νεαρόν Αθίγγανον, εφαίνετο ότι έπραττε βεβουλευμένως. Εβάδισαν επί τινα ώραν. Η συνοδεία προεπορεύετο. Ο Μάχτος είπετο δεκαπέντε βήματα όπισθεν, ο δε Σκούντας εβάδιζεν άλλα πεντήκοντα βήματα κατόπιν αυτού.

Ο Χίλων ενόμισεν ότι ανεγνώρισε μεταξύ αυτών τον μέγαν Απόστολον, πλησίον του οποίου εβάδιζεν είς άλλος γέρων αναστήματος πολύ βραχυτέρου, δύο ηλικιωμέναι γυναίκες και είς νέος, όστις τους εφώτιζε με φανόν. Όπισθεν της μικράς ταύτης ομάδος εβάδιζε πλήθος διακοσίων περίπου χριστιανών, μετά των οποίων ανεμίχθησαν ο Βινίκιος, ο Κρότων και ο Χίλων.

Υπήρξε κάποιος όχι προ πολλού καιρού εις την Ασίαν, πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος έπαθε το δυστύχημα να του αποκοπούν και οι δύο πόδες διότι επάγωσαν, υποθέτω, όταν ποτέ του συνέβη να οδοιπορήση εις τα χιόνια. Αυτός λοιπόν, αφού του συνέβη το δυστύχημα τούτο, διά να διορθώση κάπως την δυστυχίαν του, κατεσκεύασε ξυλίνους πόδας και με αυτούς εβάδιζεν, υποστηριζόμενος συγχρόνως υπό των δούλων του.

Επί αρκετήν ώραν επλανάτο εις τα Λειβάδια, χωρίς να βλέπη τίποτε εκ των γύρω του συμβαινόντων και χωρίς ν' ακούη· και εβάδιζεν οτέ μεν σιγά οτέ δε βιαστικά, αναλόγως της σφοδρότητος των αισθημάτων και των διαλογισμών του· αυτομάτως δε έφθασεν εις το αλώνι όπου την ώραν εκείνην «ελίχνιζεν» ο Σαϊτονικολής.

Προ μικρού η γυνή αύτη εβάδιζεν, έτρεχεν ή επήδα, αλλ' ήδη χορεύει, ο δε χορός, ήτοι η εν ρυθμώ κίνησις, δεν είνε τι αυθαίρετον ή καν ανθρώπινον, αλλά κανονίζεται, όπως και των σφαιρών η αρμονία, υπό του θείου νόμου των αριθμών, ον πρώτος απεκάλυψε και ελάτρευσεν ο Πυθαγόρας...»

Επέταξε, με λάκτισμα των ποδών προς τα οπίσω, τας φθαρμένας εμβάδας, «τα παληοκατσάρια της», και ξυπόλητη ανερριχήθη επάνω εις τον κρημνόν. Οι δύο «νομάτοι» έβγαλαν κι' αυτοί, τα τσαρούχια τους, κ' έτρεξαν κατόπιν της, εις τον βράχον τον απάτητον, εις τον χώρον της απελπισίας, όπου εβάδιζεν εκείνη. Μίαν μόνην στιγμήν, η δύστηνος έστρεψε την κεφαλήν οπίσω.

Αλλά διά να ευρεθή απρόσεκτη και αλλοφρονούσα, διά να μην κυττάξη καλά πού πλησίον ευρίσκετο, επαραπάτησεν, έκαμε μικρόν θόρυβον, αρκούντα διά να ξυπνήση τον σκύλον και τον άνθρωπον. Όλα έτσι της ήρχοντο! Άλλως, η δίψα της τώρα είχεν ερεθισθή με τον δρόμον τον ανωφερή. Έκοψε φύλλα ελαιοδένδρων και τα έβαλε μέσ' το στόμα της. Εβάδιζεν επί μίαν ώραν ακόμη. Ήτον ήδη χαραυγή.