Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
κι απαντώντας οι Κυανοί, τραγουδηστά, πάντα. Φέρον υγείαν και χαράν και την ευημερίαν. Δεν είταν όμως τραγούδια πάντα, καθώς θα δούμε είταν και σπουδαιότερα πράματα, μάλιστα από τον πέμτο τον αιώνα και δώθε που άρχιζαν κ' έπαιρναν τα κόμματα πολιτική χρωματιά. Είδαμε πόση σημασία τούδινε του ιπποδρομίου το παλάτι, τότε που πήγε η Αριάδνη και θρονιάστηκε στο κάθισμα να καθησυχάση τα πλήθη.
Μ' άλλα λόγια, το εμπόδισε όχι ο Σουλτάνος, που πρώτα είχε δώσει την άδεια, μα ο φίλος μας ο Κάιζερος. Γιατί αφτό; Γιατί, όπως είδαμε και στα 1897, ο Γουλιέλμος είχε την ιδέα που στα 1821 την είχε η Εβρώπη όλη, η αφτοκρατορική και βασιλική Εβρώπη· ο νόμιμος ο βασιλιάς είτανε για την Εβρώπη ο Σουλτάνος· οι Έλληνες είταν επαναστάτες, κ' οι βασιλιάδες επανάσταση δε θέλανε.
Οι Έλληνες οι τωρινοί ― Ελλαδίτες και Τουρκομερίτες, ― βρίσκουνται στη θέση που είταν οι Ιταλοί πριν από τα 1868. Φίλε ποιητή, ΠΩΣ μπορώ να κρίνω ένα τέτοιο ποίημα; Δε θα σας πω τη γνώμη μου, μα μερικά μου συναισθήματα, σαν το διάβαζα. Πριν να μου το στείλετε σεις, το είχα πάρει και το διάβαζα ανάκατα. Ύστερα το ξαναδιάβαζα πάλι έτσι. Και τώρα το πήρα από την αρχή.
Φιλτισωμένες οι πόρτες, χρυσωμένα τα στεγάσματα, χάμου μυριόχρωμα ψηφιδωτά και χαλιά μαλακά και βαριότιμα. Οι τοίχοι ολοτρόγυρα μάρμαρο από τα σπανιώτερα, κι αν έλειπε το μάρμαρο, χρυσωμένοι κι αυτοί. Κρεββάτια φιλτισωμένα ή αργυρόφκιαστα, κι αν είταν από σπάνιο ξύλο, δεν έλειπε μηδ' από κει το χρυσάφι.
Πρέπει να είταν ως τρία χρόνια πρι να ξενιτευτώ έρημος κι ορφανός, έξη μήνες πρι να πάγη και κείνος να τις βρη τις δυο μου ψυχούλες. Δεν αξίζει να σου τα ξαναλέγω. Τι να τη χαλνώ την καρδιά σου; Τι να τα γυρεύω τα δάκριά σου; Σώνουνε τα δικά μου· ζωής αλάκερης δάκρια. Φτάνουνε, δεν το θέλει η μακαρίτισσα να βασανίζουνται κ' οι άλλοι για κείνηνα, μήτε η Αννούλα μου δεν το θέλει. Μήτε ο γέρος.
Δεν τόβλεπαν πως η επανάσταση είταν αποτελειωμένη, πως τα ιερολείψανα του Αποστόλου Πέτρου είταν πια τώρα το καθαυτό προσκυνητάρι της παλιάς Ρώμης, καθώς των Αποστόλων Αντρέα, Λουκά, και Τιμοθέου, της νέας. Εποχή μα την αλήθεια ιερολειψάνων, αγίων, και θαμάτων η εποχή εκείνη.
Έκαμα ναντιλογήσω. Μα μ' έκοψε κι άρχισε άλλη ομιλία. Μίλησε για στενούς μας φίλους, για γνωστούς που συναναστρεφόμαστε, και δεν ήθελε να παραδεχτή πως είτανε δυνατό να είταν ευτυχισμένοι. Διηγήθηκε μερικά πράματα από τη ζωή τους, τι κάμανε και τι είπαν. Περσότερο επίμενε σε ό,τι δεν κάμανε και δεν είπαν.
Μ' έπιασε, μ' έπιασε ο Χάρος και με βαστά. Πέντε παρά κάρτο!...» Ξύπνησα τότες με τα σωστά μου. Είταν η ώρα οχτώ. Είχα φανταστή στον ύπνο μου μέσα πως ξυπνούσα. Κοντέβουν τώρα δέκα χρόνια που είδα το φοβερό αφτό τόνειρο και τόγραψα αμέσως το πρωί, να το θυμούμαι. Τι καλά που περνούσαμε τότες στο σπίτι μας στην εξοχή! Ζούσε ο καλός μου ο παπούς. Πρόπερσι πέθανε ο καημένος, εκατό χρονώ γέρος.
Όντας όμως η πηγή του Αρειανισμού μπρος στα μάτια του, μέσα στην Πρωτεύουσα, δεν είχανε γίνει και παραπολλές βαρβαρότητες στην εφαρμογή του κατατρεγμού εκείνου. Μα με την ειδωλολατρία, που και πολυκέφαλη είταν και σκόρπια σε διάφορα μακρινά μέρη, συνέβηκαν ανήκουστα πράματα, κι όχι τόσο στην Καθαυτό Ελλάδα — αυτή στάθηκε τυχερή — όσο στην Ανατολή.
Χωρίς να μπορώ να ξελαγαρίσω κάτι θολό κι άμορφο που καλοθρονιάστηκε επίμονα μέσα στην ψυχή μου και να ερμηνέψω με λόγια ό,τι τώρα, τούτη τh στιγμή, που ρίχνω στο χαρτί τις γραμμές μου αυτές, σφηνώθηκε μέσα στη σκέψη μου, γεννημένο ίσως αυτόματα από την όλη δράση του κι από την όλη πνευματική του εργασία που είναι απλωμένη ανάκατα, δίχως τάξη, στη θύμηση μου ― χωρίς να μπορώ λοιπόν να το ξελαγαρίσω αυτό που μου συμβαίνει, μούρχεται να πω πως έτσι θάπρεπε να πεθάνει ο άνθρωπος ο ξεχωριστός, που είχε σ' όλη τη ζωή του οδηγό το ΧΡΕΟΣ και που έναν αφέντη μοναχά ένιωσε πάντα πάνω του το ΠΡΕΠΕΙ το αδυσώπητο . Δεν ξαίρω, δε μαθεύτηκε, τι είπε σαν τονέ σωριάζανε καταγίς οι σφαίρες, οι ηρωικές . Αν τον άφιναν οι σφαίρες και οι λογχισμοί να πει μια λέξη, σίγουρα η λέξη αυτή θα είταν κείνο που βροντοφώναξε μέσα στο πρώτο του βιβλίο ― και θα το είπε σαν ευκή ολόψυχη προς την Πατρίδα του, που τόσο την αγάπησε και που τόσο τίμια σ' όλη του τη ζωή την υπερέτησε: ― Σώνουν οι μάρτυρες!.. ..
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν