Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουλίου 2025
Ο χρόνος να μη σε 'βγάλη, ο μήνας να μη σ' εύρη, πέντε να είν' αι ώραις σου. Να σαβανώσης τον άντρα σου ανήμερα τη λαμπρή και να θάψης ταις &κλήραις σου&. Κακή τρομάρα και συμφορά να σας έλθη! Από πνίξιμο να μη γλυτώσης, από σεισμό και καταποντισμό να μη σωθής. Να πέση το έρμο σου να σε πλακώση, τα σκυλιά να σε τραβούν, τα φείδια να σε φάγουν, και του χρόνου να μη σώσης, αμήν, Παναγία μου.
ώ! ας το κατορθώσω να μαλαχθή, Χριστέ μου, η καρδιά του κι' ας πεθάνω! ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Έννοια σου κι' απ' αυτό δεν θα γλυτώσης. ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Σε γνώρισ' άνθρωπο με θέλησι. Να δώσης μπορείς αμέσως τη διαταγή. ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Κρυφή πληγή!.. . . Ποιος ξέρει από πότες το ένα γένηκες με τους προδότες· όμως, λέγε τι θες. Γιατ' ήρθες μπρος μου;
ΜΕΝΕΛ. Όχι εμένα, φίλτατε• είνε δικαιότερον να κατηγορής τον Πάριν, που έκλεψε την γυναίκα εμού, ο οποίος τον εφιλοξένουν, κατά παράβασιν παντός δικαίου. Αυτός αξίζει να πνιγή όχι μόνον υπό σου αλλά υπό όλων των Ελλήνων και βαρβάρων, αφού τόσων τον θάνατον επροκάλεσε. ΠΡΩΤ. Αυτό τω όντι είνε δικαιότερον. Συ λοιπόν, απαίσιε Πάρι, δεν θα μου γλυτώσης.
Έπειτα πήρε το σπαθί που χώριζε τους αγαπημένους — το αναγνώρισε, ήτανε το ίδιο σπαθί που είχε σπάσει μέσ' το κεφάλι του Μόρχολτ — έβαλε στη θέσι του το δικό του, βγήκε από την καλύβα, πήδησε στο άτι του, και είπε στο δασοφύλακα. «Δίνε του τώρα, κι' αν μπορής κύττα να γλυτώσης το τομάρι σου». Στον ύπνο της η Ιζόλδη είχε δη μιαν οπτασία: βρέθηκε σε μια πλουσία σκηνή, στη μέση μεγάλου δάσους.
Η ζούλια, φίλε μου, είναι μια καταχνιά που κυλιέσαι μέσα της δίχως να βλέπης πια τι σου γίνεται, που κάθε ώρα φοβάσαι, που τρέμεις να μάθης κι όλο γυρέβεις να μάθης, που δε θέλεις μάτι να την κοιτάξη κι ανέμου φυσιματιά να την αγγίξη, που σε πιάνει φρίκη μήπως σε ξεχάση μια στιγμή, που ησυχία δε βρίσκεις, γιατί ξέρεις πως η ζωή είναι λίγη, γιατί είναι απέραντος ο πόθος της ψυχής και δε χορταίνει, γιατί όλα μας αποχαιρετούν, όλα ένα ένα μας αφίνουν, εκεί που τα ζητούμε αιώνια όλα, γιατί άμα σου πη μια γυναίκα πως σ' αγαπά και την αγαπήσης εσύ με το χτύπημα της καρδιάς σου, άρχισε η μεγάλη ταραχή, ξεφυτρώνουν οι υποψίες, σκιάζεσαι με το παραμικρό, με το πιο ασήμαντο πράμα, δεν μπορείς να γλυτώσης από τον καημό, όχι τάχατις πως την έχεις άπιστη εκείνη, όχι πως αλήθεια σε γελά, μα γυρέβεις μια αγάπη που ο κόσμος δε θα στη δώση, μια ατέλειωτη αγάπη, μια αγάπη ακέρια και παντοτεινή, που σύννεφο δεν την είδε, που τίποτις δεν τη λιγοστέβει, μια αγάπη που κάθε λογισμός της αγαπημένης να είναι δικός σου, που μήτε η ομορφιά τουρανού μήτε της άνοιξης τα χάδια να μην είναι άξια να μαγέψουν τη μονάκριβη κόρη, να της βάλουν, ας είναι και μια στιγμή, άλλη ιδέα στο νου της, άλλη χαρά, ξένη χαρά στην ψυχή της, μια αγάπη που, θέλει δε θέλει, να μην μπορέση να σε γελάση, ας είναι και με το φύλλο που παίζει, ας είναι και με το φως που λούζει το πρόσωπό της, μια αγάπη που πρέπει να είναι όλη της για σένα και μόνο, να τη βαστάς, να τη φυλάης πλάγι σου κάθε ώρα, σαν το φιλάργερο που κρύφτει το μάλαμά του, για να μην το λερώση κι ο ήλιος ο ίδιος.
Ανίσως λοιπόν και θέλης να γλυτώσης από τα βάσανα και να μάθης τις χάρες, που ζητάς, έλα παραδόσου σ' εμένα σαν χαρούμενος μαθητής κ' εγώ για το χατήρι των Νυμφών εκείνων θα σε μάθω. Δε βάσταξε ο Δάφνης από τη χαρά, παρά σαν άμαθος και γιδάρης, κ' ερωτευμένος και νέος, αφού έπεσε στα πόδια της Λυκαίνιο, την παρακαλούσε να τόνε μάθη όσο μπορούσε γλήγορα τον τρόπο, που να κάνη της Χλόης ό,τι θέλει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν