Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
Μα κι αν θελήσω μια φορά στην πόλι πρώτος να φανώ, όλ' οι κατώτεροι από εμέ θα με μισήσουν, όλοι, γιατ' ό,τι νοιώθουν πειο τρανό, πολλή τους φέρνει λύπη. Μα κ' οι πολίτες οι καλοί, που γνώσι μπορεί νάχουν, και όμως από την αρχή γυρεύουνε ν' απέχουν, μαζύ μου θα γελάσουνε, και θα με ειπούν τρελλό, που σε μια πόλι ανήσυχη, γεμάτην από φόβους, εγώ την ησυχία μου δεν είχα προτιμήση.
» Έβγα, Κυρά πεντάμορφη, και Κορασιά του Πύργου! » Έβγα στο παραθύρι σου το σιδηροφραγμένο, » Για να με ιδής πως έρχομαι γυναίκα να σε πάρω, » Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι!»
Πάνω στην ώρα φτάνει γιατ' ήλθε πλέον η στιγμή που πρέπει να πεθάνη. Είναι ωπλισμένος με ξίφος. ΘΑΝΑΤΟΣ Α, α! Τι θέλεις, Φοίβε, εδώ τριγύρω στο παλάτι; Τάχα ποιός είναι ο σκοπός που βρίσκεσαι εδώ γύρω; Αν έρχεσαι το θύμα μου και τώρα να μου πάρης σκέψου• του Άδου τους θεούς δεν πρέπει ναδικήσης, να τους στερήσης της τιμές που είναι δίκηο νάχουν.
Ο Ανέστης ήταν Σπετσιώτης, αρβανίτικο κεφάλι — μπίντα σωστή. Είχεν όμως αγαθή ψυχή· όση κορμοστασιά τόση και καρδιά. Του άρεσαν τα γέλοια και τα ξεφαντώματα. Μια δραχμή να έκρυβε στην τσέπη, την εθυσίαζε για τους φίλους· τα ρούχα του επουλούσε για τον σύντροφο. Εγνώρισα την καρδιά του μόλις επάτησα στο καράβι. Ο καπετάνιος δεν ήθελε τον Γεράσιμο γιατ' ήταν βλάστημος και σπιούνος.
Ο δε σαλίγκαρος, ως να ήκουε την φωνήν της κόρης κ' εννόει τους λόγους της, σιγά-σιγά εξήρχετο του οστράκου του, έστρεφεν εδώ κ' εκεί τους μικκύλους, ως κόκκον σινάπεως, οφθαλμούς του, εκίνει τα κερατάκια του κ' εκαμάρωνεν. Η Ασήμω, ηυχαριστείτο πολύ εις τούτο κ' επανελάμβανε γελώσα: — Σαλίγκαρε, μαλίγκαρε, βγάλ' τα κέρατά σου, γιατ' έρχετ' η κυρά σου με τα πρόβατά σου!. .
Ήρθε μάλιστα στιγμή που κάποια οργή άναψε στον εγωισμό μου, γιατ' η αρρώστεια κη μεταβολή της γίνονταν εμπόδιο στα ονειροπολήματα της νέας μου αγάπης, με κείνα που ήρθα στο χωριό. Αν κείχα κάμει απόφαση να παρακούσω τη μάνα μου και την άλλη μέρα τραβούσα προς το σπίτι της θειας του Δεσποινιού, πήγαινα ανόρεξα. Στο δρόμο βλέπω το Βαγγελιό και κατέβαινε με το καλάθι στον άγκωνα.
— Όχι, κυρά, εγώ την παραίτησα πια την πόστα. Και ήρθα ίσα ίσα να ξαναπώ του Χρηστάκη να μην αφήση να την πάρη κανένας άλλος. Εκεί, σαν να μ' εταράχθηκεν η καρδιά μου! — Και γιατί, Λαμπή: — Γιατ' είναι καλή δουλειά η π ό σ τ α, κυρά, καλή δουλειά!
Μαζί με τα λόγια του Τζαφέρη σταματάει κ' η πέννα μου εδώ, γιατ' αναγιόμωσαν δάκρυα τα μάτια του δόλιου αρβανίτη. Ο Σκέντος, ο Λιούλιος κ' οι άλλοι οι συντρόφοι τους αναδάκρυσαν παρόμοια κι αυτοί κ' εκρέμασαν λυπητερά και παραπονεμένα μπροστά στην εικόνα τα ξέσκεπα κεφάλια τους με τους μακριούς και μαύρους τσαμπάδες.
Και δεν εμπέρδευεν ο Ζώης ποτέ τον καφέ του, γιατ' είχε πάντα 'ς το νου ότι το μπέρδεμα φέρνει κακό και ζημιές πλειότερες παρά κέρδα, κι αυτός το ψωμί του, οπώβγαζε με τον καφενέ του, ήθελε να το βγάζη και να το τρώη με τον ίδρω του και με την τιμιότη, κι όχι με το ψέμμα και με την αδικιά, γιατ' ήξερε πως κ' οι μουστερίδες του τον παρά, που τους έπαιρνε, τον έβγαζαν με τον ίδρω και με την τιμιότη.
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Γρήγορα κάμετ' όμως, γιατ' είνε κ' ένας νόμος: όσοι στην Πνύκα για να παν πρωί-πρων δεν έβγουν, ούτε παλούκι δεν βαστούν στα χέρια τους σαν φεύγουν. ΧΟΡΟΣ Έφθασ' η στιγμή, ώ άνδρες• στη γραμμή και ξεκινάτε• τούτο πάντοτε να λέτε και ποτέ μην το ξεχνάτε• είν' ο κίνδυνος μεγάλος αν μας πιάσουνε στη φάκα, να σκαρώνουμε τη νύχτα στο σκοτάδι τέτοια φιάκα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν