Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Γιατ' όταν ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε πάλι, κι ο αγωγιάτης με τους δυο πεζοδρόμους έμειναν να ράψουν την ίγγλα του μουλαριού και να ξαναφτιάσουν την καβάλα της, ο νιόγαμπρος φρόντισε να κατασυχάση και να συνοδέψη την ξαφνισμένη καλή του, κ' η δόλια η κόρη, εκτός που θα 'μνησκε μόνη της πίσω, μα στενοχωριότουν κιόλας να ξανανέβη στο ζώο που την έρριξε.

ΧΟΡΟΣ Τον είπ' εκείνος Ίωνα, γιατ' ήτανε κι' ο πρώτος οπού με τον πατέρα εδώ συναπαντήθη• ποια μάννα τον εγέννησε, να σας ειπώ δεν ξέρω• Μα για να μάθης, γέροντα, όσα κ' εγώ γνωρίζω, σου λέω πως εβγήκε αυτός και πάει να θυσιάση, για του παιδιού τη γέννησι και τη φιλοξενία, μέσ' στης σκηνές της ιερές απ' τη γυναίκα του κρυφά, και με το νέο του παιδί να κάνη ένα τραπέζι.

Ο καλόγερος αναγκάστηκε να μας φιλοξενήση στο δικό του κελλί και να μας παραδώκη για την επίλοιπη περιποίηση στα χέρια τ' αναγνώστη του μοναστηριού, ενός προθυμοτάτου και ξυπνού χωριατόπουλου, γιατ' αυτός έτρεχεν όξω εδώ κ' εκεί να καταλαρώση το πολύληθο κι ανήσυχο πνευματικό του κοπάδι. Ο καλόγερος οπού δε δείχνονταν και τόσο ζωηρός, δεν αγαπούσε πολύ, φαίνεται, και την καψοπαστράδα.

Καρδιά με δεκοχτώ κλειδιά, γιατ' είσαι κλειδωμένη; Άνοιξε, παίξε, γέλασε, σαν που είσουν μαθημένη, Και χύσε γύρα τη χαρά με δυο γλυκά σου λόγια. — Και πώς ν' ανοίξω να χαρώ, να παίξω, να γελάσω; Τα χέρια, που την κλείδωσαν είναι ξενιτεμένα, Παν τρία χρόνια ολάκαιρα, οπού τα περιμένω, Ναρθούν να την ανοίξουνε, να παίξω να γελάσω. — Κι' αν δεν σου ερθούνε, λιγερή; Κλειστή θα μέν' αιώνια; — Τα χέρια, που την κλείδωναν, πήραν και τα κλειδιά της.

Ο Λιάκος που τον είχε νανουρίση στα γόνατά του μια φορά, γιατ' είτανε παιδί φίλου του γκαρδιακού, αρραβώνιασε την τσούπα του με δαύτον και γύρευε να βρη εποχή να τον κάμη ν' αφήση τα βουνά και ναρθή να δουλέψη μαζί του στο μύλο για να κάμη το γάμο. Αυτός γέρος είταν και μεις οι γέροι τι καρτερούμε άλλο από τον τάφο!...

Οι σύντροφοι του είχον απέλθη, ητοιμάζετο δε και αυτός να τους ακολουθήση ότε είδεν ιππέα σκεπασμένον με βαρείαν κάπαν, ερχόμενον εκ του αντιθέτου διά να περάση τον Στρεμμενόν. — Μη ρίξης αυτού γιατ' είνε βαθύ! εφώναξε προς αυτόν ο Δημήτρης. — Αν είνε βαθύ γι' άλλους δεν είνε για τον Τσίλια μου· απήντησεν ούτος, υπερηφανευόμενος διά τον ίππον του.

ΚΑΝ. Γυιέμ τι δετόρος; τι κακαλός; αμ' τι χρυσός; ΓΑΡ. Ούλη την έπειε τη ρακή.. ι......Στοχιά του. ΚΑΝ....................Ας ην με την υγιά του. ΓΑΡ. Στάλα ρακή δε μ' άφηκε, το σβούριξε ως τον πάτο, εν ψύχα και πολυλογάς. ΚΑΝ. Σώπα και στέκει κάτω· θυμάσαι τι παράγγειλε πάσ' ένα τ' όνομά του; γιατ' άλλα τ' άπε φράντζικα κ' άλλα περί γραμμάτου.

Ήταν αλήθεια λίγο αψηλά τα σκαλοπάτια, μα τόσο λαχάνιασμα πάλι! . . Κι ολοένα ανεβοκατέβαινε απ’ την αυλή στην κουζίνα κι από την κουζίνα στην αυλή για να ξεπλύνη το μπρίκι τον καφφέ και τα κουταλάκια της, για να τρίψη την κατσαρόλα της, σαν απότρωγαν αυτή κι ο άντρας της, κάτω από τη βρύση που δεν έπαυε να στάζη- γιατ' ήτονε χαλασμένος ο σωλήνας.

— Ο Θεός, απ' ανασταίνει νεκρούς, σα θέλη, θα τη γιάνη. Και θα τη γιάνη, γιατ' είνε άκακη και καλόγνωμη. Η μητέρα μου με κύταξε άναυδη. Έπειτα μου είπε κιο θυμός έτρεμε στη φωνή της: Θωρώ τα όσα σούπα τάβαλες απού το 'ν' αυτί και τάβγαλες απού τάλλο. Αυτή 'νε, μωρέ μπουνταλά, η γιάκακη, απού 'χει όλους τσοι δαιμόνους μέσα τση; Άκουσ' είντα σου λέω κ' εγώ.

Ήτον πολύ τολμηρός ο λόγος μου τούτος κ' έφερε στο απαλό μάγουλό της το βαθύτερο της φωτιάς χρώμα. Αλλά δεν επειράχτηκε, γιατ' είδα να ξεβάψη γλήγορα πάλι και να με γλυκοτηρά. Έτσι περάσαμε όλο το δρόμο, ως το χωριό. Εγώ παντού την επεριποιόμουν.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν