Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
Και το χειρότερο ήτο πως κιντύνευαν κιάλλοι από την αρρώστια της, όσοι πήγαιναν και την πλησίαζαν, γιατ' η αρρώστια της, Θε μου φύλαξε, ήτο κολλητική, σα φωτιά. Ο γιατρός είπε να μην τη σιμόνουνε παιδιά και, σα θα ποθάνη, να κάψουν και τα ρούχα που φορεί και τα ρούχα που κοιμάται.
Να σκάσω εγώ από το θυμό κιαπό τη συναίσθηση της αδυναμίας μου. Αν μπορούσα, θα τον σκότωνα· αλλά δε μπορούσα κέπρεπε να σκύψω στην τυραννική του υπεροχή, γιατ' ήτον μεγαλείτερος κ' ισχυρώτερος. Μια μέρα λέω στη μητέρα μου: — Γιάειντα, μα, δε μέκανες πλεια μεγάλο; Η μάνα μου γέλασε. — Όλοι, Γιώργη μου, γεννούνται μικιοί κύστερα μεγαλώνουνε.
Κ' έτσι καμμιά βολά έρχονταν και 'ςτά χέρια και κάπου κάπου και 'ςτ' άρματα, κ' έπαιζε ξύλο κι άνοιγαν λαβωματιές. Κακοπάθαιναν και τα μαύρα τα πρόβατα. Αυτά ξανάλεγαν οι αγωγιάτες. Κ' έπαιρναν όλο το δίκιο με το μεράδι τους αυτοί, γιατ' ήταν από τη φάρα των τσελιγκάδων. Ύστερα είπαν για τους νέους μουχτάριδες πού θα νάβγαζαν τη χρονιά εκείνη.
Εμείς οι άλλοι, όσο εσυγυριόταν βιαστικά πότε να βγη, τον εκαμαρώναμε με κάποιο πικρό παράπονο, και τον καλοτυχίζαμε που θάβλεπε τη λεφτεριά του ο μάβρος. Το καταλάβενε ο άμοιρος, που εζηλέβαμε την τύχη του· — Σωπάτε, ωρές παιδιά, κ' έχει ο Θεός και γιατ' εσάς! Καλή απομονή, και θανάρθη κ' η εδική σας αράδα! Τι να κάνης για ταδέρφι! Καλή απομονή το λοιπόν!...
Και τα καταρράχια αυτά όλα πλυμένα τώρ' από τα πρωτοβρόχια τοιμάζονται να καρτερέσουν απάνω τους τα χιόνια και τ' αστροπελέκια και τα δρολάπια του κακού χειμώνα, ζόρκ' από δάσα γιατ' έχουν πέσει τα φύλλα τους κ' έρημ' από κοπάδια γιατ' ολοένα κατέβαιναν τότε στα χειμαδιά κ' επλημμυρίζαν δαιδάλαια κι απλωτερά τα λιβάδια του κάμπου πέρα και τα ριζοβούνια.
Κ' η μεγαλείτερή μου ξαδέρφη έλεγε: — Κρίμα που το Γιωργιό 'νε πρώτος ξάδερφός μου. Ποιόν άλλο θάπαιρνα καλλίτερο; Αμφιβάλλω όμως πως, κιαν δεν είχαμε τόση στενή συγγένεια, θα συμφωνούσα κεγώ στην προτίμησή της, γιατ' η ξαδέρφη δεν ήτον ώμορφη. Αλλά κη μητέρα της έκαμε μιαν άλλην επιφύλαξη. — Έπρεπε νάνε και μεγαλείτερος στσοι χρόνους γη σκιάς σόγκαιρος .
Αχ! δεν της κάνουν τίποτε τα δόλια μαγικά μου Γιατ’ έτυχε η καλότυχη να γεννηθή Σαββάτο , Σαββάτο, μοσκοσάββατο της Μεγαλοβδομάδας! Ανάθεμά τες, που γεννούν τες μάννες τα Σαββάτα, Κ’ ακόμα τρις ανάθεμα σ’ εκείνες, που γεννούνε Παιδιά και κόρες ώμορφες τρία καλά Σάββατα Της τυρινής αποκριάς, της Καθαροβδομάδας Και το Μεγαλοσάββατο, που ανοίγουν τα κυβούρια!
»Κι αν με καλοδεχόσαστε, θα τώχα για χαρά μου »αν μοναχά το στόμα σου το γλυκερό 'φιλούσα » — γιατ' είμαι νιος ευγενικός κι ώμορφος μέσα σ' όλους — »μ' αν εύρισκα την πόρτα σας κλειστή, μανταλωμένη, »θάχα πελέκια κοφτερά, θάχα δαυλιά για δαύτη». Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.
Πίσω, στο ένα πλάγι, διέκρινα χρυσοσέλωτο το άσπρο άτι, που επήγαν για τον Δεσπότη· μα όσο και αν εκόντευε, Δεσπότης δεν εφαίνετο επάνω του. Βγα! είπα με τον νου μου, και άρχισα να πλησιάζω ανήσυχη και βιαστική. — Φεύγα, κυρά! εφώναξε τότε έν' από τα παιδιά, που έτρεχαν εμπρός εμπρός με τα γιορτερά τους. Φεύγα πίσω, γιατ' έρχεται τ' ασκέρι! Ακούς έκοψαν τον σιδερόδρομο και μας πήραν τον Δεσπότη!
Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα έλεγε στον παρακοιμώμενό της: — Σήκου, παιδί μου, γιατ' έφεξε... Έβλεπα στον ύπνο μου, πως ήρθε ο πατέρας μου από την Ξενιτειά... Ακούοντας αυτά τα λόγια ο Ξενιτεμένος μας, πετάει τη μαχαίρα πέρα, και ρίχνεται απάνω στο παιδί του σα ζουρλός, λέγοντας: — Αλήθεια είταν τ' όνειρο σου! Ήρθε ο πατέρας σου από τη Ξενιτειά! Είμαι εγώ!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν