Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
Όντας μου τάλλεε βολετό δεν ήταν πέτρα να ήμουν; — Τους ελυπήθηκε ο Θεός γιατ' ήταν νιοι κ' οι δυο τους Κ' έτσ' έγεινε ο βοσκός πουλί κ' η κόρη αυτείνα η πέτρα.
Α’ ΓΥΝΗ Μα το θεό! αν έφερνε του Άργου το τομάρι πούχε τα μάτια τα πολλά, μπορούσε να την πάρη κι' όλον να βγάλη στη βοσκή τον Δήμον Αθηναίων! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Ελάτε, τι θα κάνουμε να πούμε τώρα πλέον, όσο ταστέρια φαίνονται στον ουρανό να λάμπουν. Γιατ' η Βουλή, όπου εμείς κ' η φίλες όλες θα 'μπουν, πρέπει να γίνη το πρωί.
Κι’ ουδέ κανένας βρίσκεται στον κόσμο, σαν εμένα.... — Πίστεψε, Γιάννο, πίστεψε, δεν αγαπώ κανένα! Κι’ ως τώρα δεν την έννοιωσα τη γλύκα της αγάπης, Γιατ’ έχω πέτρα την καρδιά και σίδερο τα στήθια... Φύγε από μένανε μακρυά, μη στέκεσαι μπροστά μου. Γιατί μου φέρουν συχασιά τα ερωτικά σου λόγια!
Το ζήτησε από τους γονείς του να το κάνη παιδί του, να το πάρη στην Αγγλία, γιατ' είνε άκληρος, τους είπε. — Και θέλησε το κορίτσι, θέλησαν οι γονείς του; ρώτησε κάποιος από μας. — Ακούτε θέλησαν! Πώς δε ζουρλάθηκαν ούλοι τους. Κιό, το κορίτσι είνε να πετάξη απ' τη χαρά του. Είδες τι αέρα που σου πήρε, αυτό το μωρό που βόσκαε ως τα χτες τα γίδια του πατέρα του.
ΚΡΕΟΥΣΑ Σου είχα βάλη στέφανο από ελιάς κλωνάρι, της πρώτης που εφύτρωσε στης Αθηνάς το βράχο, που αν υπάρχη μέσα εκεί, θα πρασινίζη ακόμα, γιατ' είν' από αθάνατης εληάς κορμό κομμένος. Αγαπημένη μάννα μου, με τι χαρά σε βλέπω! το αγαπητό σου πρόσωπο με τι χαρά φιλώ!
ΑΣΤ. Και γιατί μουρέ; δεν ατζιτάρεις γιαμά να πας α ρέστο, γιατ' είσαι λογοθέτης; ξαφνικό να σ' ούρτη!!
— Ούδ' εγώ τη θυμάμαι, είπε κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης. Δεν ηξέρω αν ακόμα τη θυμούνται οι αγωγιάτες μου, όμως εγώ δε θά τηνε ξεχάσω ποτέ, μου φαίνεται, γιατ' ακριβά τήνε πλέρωσ' αργότερα μ' αρρώστια τρίμηνη 'ςτο στρώμα. Απόδειπνα άρχεψαν, άλλες κουβέντες οι αγωγιάτες. Είπαν τα χωριανικά πρώτα.
Ίσως τα φτωχικά όνειρα που έβλεπε εκείνος — και δεν θα τάβλεπε και καλά γιατ' ήτο στραβός — να βγαίνουν από αυτές τις πόρτες• το δικό μου όμως το γλυκύτατον όνειρον βγήκε από χρυσή πόρτα και ήτο χρυσόν και αυτό, ήτο κατάχρυσα στολισμένον και είχε μαζή του του κόσμου το χρυσάφι.
Αλλά δεν είν' η λύπη μου τόσο γι' αυτό μεγάλη• σαν φάγω όμως σκέπτομαι, που τάχα διευθύνεται η κοπριά πού γίνεται; γιατ' ο δημότης Αχλαδούς, που για φαΐ τον πήρα, μου βούλλωσε τη θύρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν