United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Α ναί, πολύ καλύτερα ν' αρπάζεις τις γυναίκες μες στο πλατύ στρατόπεδο, κανείς σα σε πειράξει. 230 Ναί! λαοφάγος βασιλιάς, γιατί δειλούς ορίζεις· αλλιώς, αφτή σου η αρπαγή θα σούταν κι' η στερνή σου. Μα άκου το λόγο που θα πω, τον όρκο που θ' αμώσω.

Φέρε από μέσα τίποτε. Αφού πεινάτε, να σας ετοιμάσωμεν ένα μικρό goute. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ Ω Θεέ μου! θα σκάσω. Αυτά είναι η λατρείες της..., η θρησκείες της• τσαρλατάνα! Μ' αυτά και μ' αυτά τον εξετρέλλανε. Να ιδούμε η θρησκεία της ως πότε θα την βοηθήση. Εδώ μητέρα μου βρίσκεται πάντα του πουλιού το γάλα. Θα φάμε περίφημα. Γιατί και εγώ με της συγκινήσεις της σημερινές είμαι νηστικός.

Γιατί ο Μιχαήλος, σαν ήλθε στον εαυτό του, έπεσε κατόπι στον Κιαμήλη, μήπως και τον φθάση, μα δεν ημπόρεσε. Και ήλθε πίσου να μας ειπή τι συνέβη, κ' εβγήκε πάλε, μήπως και τον εύρη πουθενά κοντά στην θάλασσα... Θεός να φυλάγη το παιδί μου από την θάλασσα! Και αναστέναξεν η γραία και έδωκεν ελευθερίαν εις τους χειμάρρους των δακρύων της!

Μόνο μερικοί γέροι απομείνανε στο χωριό. Τους έσφαξαν όλους. Μα ας τα πούμε με τη σειρά τους αυτά τα δικά μας, να μάθετε και γιατί αυτή την ώρα δεν τη χαρούμαστε την κατακαημένη μας την Καλλίτσα. Ανασηκώνεται εδώ άξαφνα ο Μυλόρδος μ' ολοάνοιχτα μάτια. Γλήγορα όμως συμμαζώχτηκε πάλι, ίσως να την καλακούση την ιστορία. — Είχαμε τότες θανατικό στο χωριό μας, λέει ο Προεστός.

Ωσάν σφυρί εκτυπούσε η καρδιά του Αντωνέλλου. Εκινείτο επί του καθίσματός του, δεξιά και αριστερά· δεν ήξευρε τι να πη και με προθυμίαν θα ετρέπετο εις φυγήν, αν εμπορούσε. Ο Καραγιάννης εξηκολούθησε. — Εμείς είμαστε σαν αδέρφια· γιατί να βάνωμε ξένους στα μυστικά μας; Ο Αντωνέλλος ησθάνετο ότι ίδρωνε.

Μισοκαίριασα, μάννα μ'! Της απολογήθηκε ο Γιάννης. Της φάνηκε παράξενο της κάκως της Μήτραινας η κουβέντα του Γιάννη της, γιατί της φαίνονταν, ότι δεν είχαν περάση παρά λίγα χρόνια, τρία ή τέσσαρα μοναχά, αφόντας τον ξεκίνησε, ολωσδιόλου αμούστακο, για τα Ξένα. Παράξενο της φαίνονταν, που τον έβλεπε και μουστακωμένον ακόμα.

ΓΙΑΓΙΑ Μα γιαΤι τη μάλλωσες τόσο σκληρά; Το παιδί μου! Είναι πολύ αισταντικό, και φοβάμαι μην αρρωστήση μ' αυτά σου τα φερσίματα. ΦΙΝΤΗΣ Είναι πράματα, σε παρακαλώ αυτά που κάνει; Το πρωί πρωί που έφευγα, περνώντας από τον κήπο, την είδα ανεβασμένη στη μουριά. Έρχουμαι το μεσημέρι, κ' η αφεντιά της ακόμα δεν είχε ξεσκαρφαλώσει από κει πάνου.

Και τόρα, ενώ έστριφε την μέταξαν, παρετήρει αδιακόπως τα δύο παιδία, προσέχουσα και εις τας ελαχίστας κινήσεις και εις τους απλουστέρους λόγους των: — Κύτταξε· θα σε βγάλω να παίξης με τη Μάρω, είπεν εις τον Γιάννο όταν επήγε να τον απολύση· μα μην της ειπής λόγο γιατί φίδι που σ' έφαγε!

Τότες του λέει ο Αχιλιάς γλυκόλαλα του γέρου «Να, γέρο μου, όξω πλάγιασε, μην τύχει και προβάλει 650 κανείς εδώ άξαφνα αρχηγός, γιατί έρχουνται πολλοί τους κι' αντάμα εδώ σαν αδερφοί κάθε δουλιά μιλάμε.

Άφοβα να μεθάτε με τα ρήματά τους ο Χριστός ορίζει, γιατί στον αμπελώνα τον καλόν η πράξεις των ωρίμασαν. Ε σεις που είσαστε στα σανίδια κει ανεβασμένοι, τραβάτε την αυλαία και ο κόσμος κάτω περιμένει. Φυλακή με της συνηθισμένες ρωμαϊκές στοές από χονδρά τούβλα. Από το δεξί μέρος και αψηλά κοντό και στενά άνοιγμα στον τοίχο, χρησιμεύοντας για παραθύρι. Άχυρα σε μια γωνιά κι' ένα κανάτι.