Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Αλλά τη νύχτα, από το μνήμα του Τριστάνου ξεφύτρωσε ένας πράσινος και φουντωτός θάμνος με γερά κλαδιά, με άνθη αρωματικά. Σηκώθηκε απάνω από το ξωκκλήσι και βυθίστηκε στον τάφο της Ιζόλδης. Οι άνθρωποι του τόπου έκοψαν το θάμνο. Την άλλη μέρα ξαναφυτρώνει όμοια πράσινος, ανθισμένος, και ζωηρός και βυθίζεται στο νεκρικό κρεββάτι της Ιζόλδης. Τρεις φορές θέλησαν να τον κόψουν. Άδικα.
Αλλ' ο κάπηλος ίστατο συλλογισμένος και ηρνείτο αποτόμως να κεράση, λέγων ότι κατά το έτος τούτο δεν είχε σκοπόν «να το κάμη φόρα» προς χάριν κανενός, διότι άλλοτε, όπου είχε φανή φιλότιμος με το παραπάνω, την είχε πάθει στα γερά.
Τότες στη μέση οπλίστηκε ο άξιος Αχιλέας. 364 Έβαλε πρώτα τα γερά τουσλούκια στα καλάμια 369 πανώρια, πούταν μ' αργυρά θηλύκια αρμοδεμένα. 370 Κατόπι πήρε φόρεσε στα στήθια τα τσαπράζα, κι' έπειτα γύρω κρέμασε στους ώμους του τη σπάθα, χαλκένια ασημοκάρφωτη, και πήρε την ασπίδα, στέρια, που αλάργα η λάμψη της σα φεγγαριού φωτούσε.
Είχε διατάξει να καθαρίσωσι το υπό την δασκαλοκαθέδραν σωφρονιστήριον, εκεί όπου έβοσκαν εν πάση ανέσει πολυάριθμοι ψαλλίδες, βλατούδες και ποντικοί. Είχε κάμει νέαν και πλουσίαν προμήθειαν από δεσμίδας βεργών, και είχεν αρχίσει «να της βρέχη» πάλιν γερά, καθώς άλλοτε.
Όπως το πλατάνι, που της ρίζες του απλώνει σε τόπον όπου τρέχουνε νερά και θεριέβει το κορμί του κι' όσο πάει και φουντώνει, έτσι σαν γίγαντας υψώνεται, όποιος γερά στα δάκτυλα σφίγγει της Πίστης τα λουριά.
ΓΟΝΕΡ. Μη έπταισα εις τίποτε διά να μη το δώση; Το ξαναμώραμα συχνά κ' η ασυλλογισία φαντάζονται πταισίματα εκεί όπου δεν είναι. ΛΗΡ Γερά που είσθε, στήθη μου! Αντέχετε ακόμη;... Πώς έγινε 'ς τον φάλαγγα να είν' ο άνθρωπός μου; ΚΟΡΝ. Εγώ τον έβαλα, εγώ, αυθέντα μου — αλλ' όμως λίγο του ήτο και αυτό, κατά το φέρσιμόν του, ΛΗΡ Εσύ τον έβαλες; εσύ;
Κι' ο άσαρκος ο Φόνος ακούει τα ουρλιάσματα του λύκου, του φρουρού του, και ξεκινά, κι' αργοπατεί 'ς το σκότος, με το βήμα που 'πήγαιν' ο Ταρκίνιος 'ς το έργον του... 'σαν φάσμα! — Εσύ ω Γη ακίνητη, γερά θεμελιωμένη, τα βήματά μου μη τ' ακούς εκεί όπου πηγαίνουν, μη τύχη και οι λίθοι σου βαλθούν να φλυαρήσουν και διώξουν έξαφν' απ' εδώ την φρίκην, που αρμόζει ς' αυτής της ώρας τον σκοπόν! — Ενώ τον φοβερίζω εκείνος ζη.
«Κι' όσοι δεν έχουν στρώματα κρεββάτια και παπλώματα, θα κάνουνε το μπάνιο τους κι' αυτοί χωρίς παράδες, και θα τραβούν να κοιμηθούν στους σκυλλοτομαράδες Κι'αν μέσ' στο κρύο να τους κλειούν την πόρτα τώβρουν νόστιμο, τρία γερά γουναρικά να δίνουνε για πρόστιμο». ΒΛΕΠΥΡΟΣ Λαμπρά, μα τον Διόνυσο! Δεν θάχε ν' αντικρούση κανένας τέτοια πρότασι, που έτυχε ν' ακούση.
Στο μεθύσι του μέσα, του έδειξε τώρα ολοφάνερα, χωρίς στενοχώρια, όλες της ψυχής τούτης αηδέστατες κηλίδες . . Κάτω η προσωπίδα τώρα· ολοφάνερος, ολόγυμνος ο παππά Συνέσιος. Και ο καλόγερος, ο απλός, ο άδολος, ο απονήρεφτος εθύμωσε τώρα· εθύμωσε στα γερά, εκοκκίνησε, ο αθώος αυτός, για του χαμένου ανθρώπου, για του ανίερου παππά τη διαγωγή!
Μα όσο κι αν είνε αληθινά του Τραντάφυλλου τα παθήματα, ας το πούμε μια και καλή πως το κορίτσι εκείνο, που σαν εικόνα της μάννας του ζωντανή γλυκόφεγγε στα μάτια του αγαθού εκείνου μαρτύρου, πήγε κι αυτή στην πρώτη της γέννα σαν παντρεύτηκε· και για να ξαναπαρασταθή στην εντέλεια το δράμα της μάννας, του αφήκε κ' η κόρη ένα αγγονάκι του γέρου, μια μικρούλα δοσμένη σε ξένα χέρια κι αυτή, κι αυτή με ξενιτεμένες ευκές και με συγγενικά φιλιά αναθρεμμένη· γιατί αν και είχε πια ο γέρος ανάγκη, του κατάντησε δεύτερο φυσικό να ξενιτεύεται, ώσπου ωρίμασε στα γερά και μήτε να ταξιδεύη πια δεν μπορούσε, παρά καταστάλαξε στο νησί, ξανάνοιξε το σπίτι του ύστερ' από τόσα και τόσα χρόνια κ' έβαλε μέσα την εγγονή του, κοπέλλα τώρα κι αυτή ώριμη για τις χαρές της ζωής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν